νήγρετος
English (LSJ)
νήγρετον, (νη-, ἐγείρω) unwaking, νήγρετος ὕπνος sound sleep, Od.13.80, h.Ven.177; of death, εὕδομες εὖ μάλα μακρὸν ἀτέρμονα ν. ὕπνον Mosch.3.104: in late Prose, Aret.SD2.13: neut. as adverb, νήγρετον without waking, ν. εὕδειν Od.13.74; ν. ὑπνοῦν, of death, AP 7.305 (Adaeus).
German (Pape)
[Seite 251] (νηἐγείρω) nicht erweckt, nicht zu erwecken, ὕπνος, ein fester Schlaf, aus dem man nicht erwacht, bevor man nicht ganz ausgeschlafen hat, Od. 13, 80, H. h. Ven. 278; νήγρετον εὕδειν, ohne aufzuwachen schlafen, Od. 13, 74; bei Add. 5 (VII, 305), νήγρετον ὑπνώσας, u. a-Sp. ist der ewige Schlaf, der Tod, damit bezeichnet.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qu'on ne peut réveiller ; neutre adv. • νήγρετον εὕδειν OD dormir d'un profond sommeil.
Étymologie: νη-, ἐγείρω.
Russian (Dvoretsky)
νήγρετος: [νη- I + ἔγείρω] непробудный, крепкий (ὕπνος Hom.).
Greek (Liddell-Scott)
νήγρετος: -ον, (νη-, ἐγείρω) ἐπὶ ὕπνου, βαθύς, καὶ τῷ νήδυμος ὕπνος ἐπὶ βλεφάροισιν ἔπιπτε, νήγρετος, ἥδιστος, θανάτῳ ἄγχιστα ἐοικὼς Ὀδ. Ν. 80, Ὕμν. εἰς Ἀφροδ. 178· οὐδ. ὡς ἐπίρρ., νήγρετον, ἵνα γήγρετον εὕδοι, ἵνα βαθέως κοιμᾶται, Ὀδ. Ν. 74· νήγρετον ὑπνώσας, κοιμηθεὶς τὸν ἀξύπνητον, ἐπὶ τοῦ θανάτου, Ἀνθ. Π. 305.
English (Autenrieth)
(νη-, ἐγείρω): sound, deep sleep; neut., as adv., εὕδειν, without waking. (Od.)
Greek Monolingual
νήγρετος, -ον (Α)
1. (σπάν. για πρόσ.) αυτός που δεν μπορεί να σηκωθεί ή που δεν σηκώθηκε
2. (για ύπνο) βαρύς, βαθύς («καὶ τῷ νήδυμος ὕπνος ἐπὶ βλεφάροισιν ἔπιπτεν, νήγρετος ἥδιστος, θανάτῳ ἄγχιστα ἐοικώς», Ομ. Οδ.)
3. μτφ. (μαζί με το ύπνος) θάνατος («εὔδομες εὖ μάλα μακρὸν ἀτέρμονα νήγρετον ὕπνον», Μόσχ.)
4. (το ουδ. ως επίρρ.) νήγρετον
χωρίς αφύπνιση, αξύπνητα («ἵνα νήγρετον εὔδοι», Ομ. Οδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < στερ. πρόθημα νη- + -εγρετος (< θ. εγρε- του ἐγείρω «σηκώνω», πρβλ. αόρ. ἔγρετο), πρβλ. ευέγρετος].
Greek Monotonic
νήγρετος: -ον (νη-, ἐγείρω), αυτός που δεν μπορεί να ξυπνήσει· νήγρετος ὕπνος, ύπνος από τον οποίο δεν μπορεί κάποιος να ξυπνήσει, βαθύς ύπνος, σε Ομήρ. Οδ.· το ουδ. ως επίρρ., νήγρετον εὕδειν, να κοιμάται κανείς βαθιά, χωρίς ξύπνημα, στο ίδ.
Frisk Etymological English
Grammatical information: adj.
Meaning: which cannot (or hardly) be woken (Od., Alex. poets).
Origin: IE [Indo-European] [382] *h₁ger- awake.
Etymology: From *n̥- and ἐγρε- < *h₁gr-e- in ἔγρετο, s. ἐγείρω.
Middle Liddell
νή-γρετος, ον, [νη-, ἐγείρω
unwaking, νήγρετος ὕπνος a sleep that knows no waking, deep sleep, Od.; neut. as adv., νήγρετον εὕδειν without waking, Od.