κατάπαυσις

Revision as of 07:32, 2 November 2024 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "Theophrastus" to "Thphr.")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

English (LSJ)

-εως, ἡ,
A stopping: metaph., putting down, deposing, τυράννων Hdt.5.38; τῆς βασιληΐης deposition from... Id.6.67; Κολλατίνου D.C.46.49.
II rest, calm, LXX Is.66.1, al.; place of rest, ib.Ps.94(95).11, al.; αἱ κ. τῶν πνευμάτων Thphr. Vent.18: metaph., allaying, στάσεως Phld. Mus.p.86 K.

German (Pape)

[Seite 1368] ἡ, das Beruhigen, zur Ruhe Bringen, die Ruhe und Stille, LXX, N.T.; – τυράννων κατάπαυσις ἐγένετο, Absetzung, Her. 5, 38; τῆς βασιληΐης 6, 67; Sp., wie D. Cass. 46, 49.

French (Bailly abrégé)

εως (ἡ) :
action de faire cesser, destruction, renversement.
Étymologie: καταπαύω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κατάπαυσις -εως, ἡ [καταπαύω] afzetting. κ. τυράννων het afzetten van tirannen Hdt. 5.38.2, κ. τῆς βασληΐης beëindiging van het koningschap Hdt. 6.67.1. NT rust; rustplaats.

Russian (Dvoretsky)

κατάπαυσις: εως ἡ
1 прекращение (τῶν ἤχων Arst.);
2 свержение, низложение (τῆς βασιληΐης, τυράννων Her.);
3 отдохновение, покой (τόπος τῆς καταπαύσεως NT).

English (Strong)

from καταπαύω; reposing down, i.e. (by Hebraism) abode: rest.

English (Thayer)

καταπαύσεώς, ἡ (καταπαύω, which see);
1. actively, a putting to rest: τῶν πνευμάτων, a calming of the winds Theophrastus, de ventis 18; τυράννων, removal from office Herodotus 5,38.
2. In the Greek Scriptures (the Sept. several times for מְנוּחָה) intransitive, a resting, rest: ἡμέρα τῆς καταπαύσεώς, the day of rest, the sabbath, τόπος τῆς καταπαύσεώς μου, where I may rest, ἡ κατάπαυσις τοῦ Θεοῦ, the heavenly blessedness in which God dwells, and of which he has promised to make persevering believers in Christ partakers after the toils and trials of life on earth are ended: Psalm 95:11>), where the expression denotes the fixed and tranquil abode promised to the Israelites in the land of Palestine).

Greek Monotonic

κατάπαυσις: -εως, ἡ, κατάπαυση·
I. κατάλυση, εκθρόνιση, καθαίρεση, κατάργηση, σε Ηρόδ.
II. παύση, διακοπή, λήξη, γαλήνη, ειρήνευση, σε Καινή Διαθήκη

Greek (Liddell-Scott)

κατάπαυσις: -εως, ἡ, τὸ καταπαύειν, παῦσις ἐντελής, κατάργησις, κατάλυσις, τυράννων Ἡρόδ. 5. 38· ἡ Δημαρήτου κ. τῆς βασιληΐης, ἡ καθαίρεσίς του ἀπὸ…, ὁ αὐτ. 6. 67. ΙΙ παῦσις, γαλήνη, εἰρήνη, ἀνάπαυσις, Ἑβδ. (Ἰσαί. ΞϚ΄. 1, κ. ἀλλ.), Καιν. Διαθ.· τῶν πνευμάτων Θεοφρ. π. Ἀνέμ. 18· καὶ ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν, Σουΐδ.

Middle Liddell

κατάπαυσις, εως [from καταπαύω
I. a putting to rest: a putting down, deposing, Hdt.
II. a cessation, calm, NTest.

Chinese

原文音譯:kat£pausij 卡他-袍西士
詞類次數:名詞(9)
原文字根:向下-停止(著) 相當於: (מְנוּחָה‎ / מְנֻחֹות‎) (נׄוחַ‎) (שָׁבַת‎) (שַׁבָּת‎)
字義溯源:安歇,安息,安息之所;源自(καταπαύω)=歇息);由(κατά / καθεῖς / καθημέραν / κατακύπτω)*=下,按照)與(παύω)*=止住)組成。比較: (ἀνάπαυσις)=間歇; (ἄνεσις)=鬆弛
出現次數:總共(9);徒(1);來(8)
譯字彙編
1) 安息(9) 徒7:49; 來3:11; 來3:18; 來4:1; 來4:3; 來4:3; 來4:5; 來4:10; 來4:11