κλισία

Revision as of 19:32, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_3)

English (LSJ)

Ion. -ιη, ἡ, κλίνω)

   A place for lying down or reclining: hence,    I hut, shed, booth, 1. for use in peace, cot, cabin, once in Il., 18.589, cf. Od.14.194, al.    2 for use in war, hut, κ. εὔπηκτος, εὔτυκτος, Il.9.663, 10.566; κ. ὑψηλή 24.448: freq. in pl., camp, 1.487, al.; πῦρ ἐν κλισίῃσι βαλόντες Od.8.501:—not common after Hom. (σκηνή being used), B.12.135, etc.: used by Trag. in lyr. and anap., A.Fr.131, S.Aj.190, 1407, E.IA189: later with various meanings, Βάκχου κλισίαι, of wine-shops, IG14.889 (Sinuessa); εὐσεβέων κλισίη, of the grave, Epigr.Gr.237.4 (Smyrna, ii/i B.C.), cf. IG12(5).1104 (Syros, ii A.D.); chapel, ἡ κ. ἡ ἱερά BCH51.220 (Thasos), cf. Arch.Pap.1.219, IG42(1).123.131 (Epid.); cf. κλεισία.    II anything for lying or sitting upon, couch or easy chair, Od.4.123; κ. δινωτὴν ἐλέφαντι καὶ ἀργύρῳ 19.55; ἐπ' ἀλλοτρίαν κ. ἐρχόμενος IG22.1368.74.    2 couch for reclining on at table, Pi.P.4.133 (pl.); ᾧ ξυνὴν εἶχον ἐγὼ κ. Call.Aet.1.1.8; place on such couch, κ. ἄτιμος Plu.Ant.59, 2.148f; κ. ἄδοξος Hegesand.18.    3 nuptial bed, E.Alc.994, IT857.    III company of people sitting at meals, Ev.Luc.9.14; banquet, εὐωχίαι τε καὶ κ. Onos.35.5; room for company, Luc.Am.12.    IV way of lying, decubitus, Hp.Epid.7.25; τὸ σχῆμα τῆς κ. Plu.Sert.26.

German (Pape)

[Seite 1455] ἡ, ion. κλισίη, ein Ort, wo man sich hinlegen oder worauf man sich anlehnen kann; – 1) die Hütte, Lagerhütte, von leichterer Bauart als die Wohnhäuser, nicht um darin zu wohnen, sondern darin zu übernachten u. zu schlafen erbau't; also – a) im Kriege, Hütten, wie sie bei langwierigen Belagerungen von den Belagerern erbaut werden, zum Obdach für die Feldherren u. Krieger, zur Bewahrung der Gefangenen u. der Beute, von der σκηνή, die gew. aus Leinwand gemacht ist, unterschieden, mit Thüren, die verschlossen werden können; oft in der Il., vgl. über die Bauart bes. Il. 24, 450 ff., wo sie aus Balken gezimmert ist; dah. κλισίη εὔπηκτος, εὔτυκτος, Il. 9, 663. 10, 586; nach Od. 8, 501 werden sie beim Abziehen nicht abgebrochen, sondern verbrannt. – So auch Tragg.; Aesch. frg. 115; Soph. Ai. 190. 1385; κλισίαι ὁπλοφόροι Eur. I. A. 189. – b) im Frieden, die Hütten der Hirten, in welchen diese die Nacht auf dem Felde zubringen u. ihre Vorräthe u. Geräthschaften aufbewahren; auch das Haus des Eumäus, Od. 16, 159 u. öfter; auch = Laube, Luc. amor. 12. – 2) Lehnsessel, Lehnstuhl; τῇ δ' ἄρ' ἅμ' Ἀδρήστη κλισίην εὔτυκτον ἔθηκεν Od. 4, 123, ein Stuhl, der nachher κλισμός heißt; vgl. 19, 55. – Auch Tischlager, gepolsterter Sitz, auf dem man liegend die Mahlzeit einnahm; ἀπὸ κλισιάων ὦρτο Pind. P. 4, 133; Ath. XI, 474 d; auch die Sitzreihen, Ev. Luc. 9, 14; der Platz bei Tische, ἐλθόντι νέμων κλισίαν ἄτιμον Plut. sept. sap. conv. 3 M., wie Ant. 59; κλ. ἄδοξος Ath. XII, 544 c. – Das Bett, Ehebett, ἐζεύξω κλισίαις ἄκοιτιν Eur. Alc. 997; κλισίαν λέκτρων δολίαν I. T. 857. – Das Liegen selbst, μετέβαλε τὸ σχῆμα τῆς κλισίας, ὕπτιον ἀνεὶς ἑαυτόν Plut. Sert. 26. – Nach Eust. wurde auch κλεισία geschrieben.

Greek (Liddell-Scott)

κλῐσία: Ἰων. -ίη, ἡ, (κλίνω)· ― τόπος πρὸς κατάκλισιν, ἔνθα κατακλίνεταί τις, Ι. καλύβη ἢ πᾶν πρόσκαιρον οἰκοδόμημα, παράπηγμα, ἐν χρήσει ὡς πρόσκαιρος κατοικία· ― παρ’ Ὁμ. αὗται αἱ κλισίαι εἶναι δύο εἰδῶν, 1) πρὸς χρῆσιν ἐν καιρῷ εἰρήνης, αἱ καλύβαι, ἐν αἷς οἱ βοσκοὶ διήρχοντο τὴν νύκτα, εἰς ἃς κατέφευγον ἐν ἀνάγκῃ, καὶ ὅπου ἐφύλαττον τὰς ζωοτροφίας των· αὕτη δὲ εἶναισυνήθης σημασία ἐν τῇ Ὀδ., ἀλλ’ ἐν τῇ Ἰλ. μόνον ἅπαξ, Σ. 589. 2) πρὸς χρῆσιν ἐν καιρῷ πολέμου, ἐν αἷς οἱ πολιορκηταὶ κατῴκουν κατὰ τὴν διάρκειαν τῆς πολιορκίας· ἡ συνήθης σημασ. ἐν τῇ Ἰλ.· ἐν τῷ πληθ. αἱ καλύβαι τοῦ στρατοῦ, τὸ στρατόπεδον, συχν. ἐν Ἰλ.· ὅτι δὲ δὲν ἦσαν σκηναί, ἀλλὰ ξύλιναι καλύβαι, φαίνεται ἐκ τοῦ ἐν Ἰλ. Ω. 448 κἑξ.· κλ. εὔτυκτος Κ. 566· εὔπηκτος Ι. 663· διό, ὅτε στράτευμά τι ἠγείρετο πρὸς ἀναχώρησιν δὲν διέλυε τὰς κλισίας ὅπως τὰς παραλάβῃ, ἀλλὰ τὰς κατέκαιεν ἐπὶ τόπου, Ὀδ. Θ. 501. ― Μεθ’ Ὅμ. ἡ λέξις σκηνὴ περιῆλθεν εἰς κοινὴν χρῆσιν καὶ ἡ λέξις κλισία κατέστη σπανία καὶ παρ’ αὐτοῖς τοῖς ποιηταῖς, ὡς Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 128, Σοφ. Αἴ. 191, 1407, Εὐρ. Ι. Α. 189· Βάκχου κλισίαι, ἐπὶ οἰνοπωλείων, Ἑλλ. Ἐπιγρ. 810. 7· εὐσεβέων κλισίη, ἐπὶ τοῦ τάφου, ὁ αὐτ. 237. 4. ΙΙ. πᾶν πρᾶγμα ἐφ’ οὗ τις κατακλίνεται ἢ κάθηται, ἀνάκλιντρον ἢ «πολυθρόνα», Ὀδ. Δ. 123· κεκοσμημένη μὲ χρυσὸν καὶ ἐλέφαντα, Τ. 55· πρβλ. κλιντήρ, κλισμός. 2) ἀνάκλιντρον, ἐφ’ οὗ τις ἀνακλίνεται παρὰ τὴν τράπεζαν, κάθισμα μετὰ προσκεφαλαίων, Πινδ. Π. 4. 237· ἐν τῷ πληθ. ὡσαύτως, θέσις ἐπὶ τοιούτου ἀνακλίντρου, κλ. ἄτιμος Πλουτ. Ἀντών. 59., 2. 148F· κλ. ἄδοξος Ἀθήν. 544C. 3) κλίνη νυμφική, Εὐρ. Ἄλκ. 994, Ι. Τ. 857. ΙΙΙ. ὅμιλος ἀνθρώπων δειπνούντων, Εὐαγγ. κ. Λουκ. θ΄, 14· αἴθουσα συνεντεύξεως, Λουκ. Ἔρωτ. 12. ΙV. τὸ κατακεῖσθαι, Πλουτ. Σερτώρ. 26.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
I. abri pour se coucher, càd :
1 hutte, cabane en bois;
2 tente de soldat, baraquement ; particul. baraques ou campements de marins;
II. lit, particul.
1 couche nuptiale;
2 place sur un lit de table;
3 chaise longue;
III. p. ext. manière de se coucher.
Étymologie: R. Κλι, v. κλίνω.