τεῖχος
English (LSJ)
εος, τό,
A wall, esp. city-wall, Ἰλιόφι κλυτὰ τείχεα Il.21.295, cf. 446, Od.6.9, al.; of the embankment round the ships, τάφρος Δαναῶν καὶ τ. ὕπερθεν Il.12.4, cf. 25 sqq.; τ. ἐς ἀμφίχυτον (of heapedup earth) 20.145; Κιμμέρια τ. earthworks, Hdt.4.12; but τ. λάϊνα E.Tr.1087 (lyr.), cf. Th.1.93, etc.; λίθοις οὓς ἔλιπον εἰς τὸ τ. ἀναλίσκοντες IG12.81.9; ξύλινον τεῖχος exceptionally, Orac. ap. Hdt.7.141, cf. 8.51, 9.65, Th.2.75, X.HG1.3.4, Orac. ap. Ar.Eq.1040 (Pi. uses this phrase for a funeral pile, P.3.38); τ. χάλκεον Od.10.3; τ. σιδηροῦν, τείχη χαλκᾶ καὶ ἀδαμάντινα, Ar.Eq.1046, Aeschin.3.84; τειχέων κιθῶνες coats of walls, i.e. walls one within the other, Hdt.7.139; τεῖχος ἐλαύνειν, v. ἐλαύνω 111.2; τ. ἔδειμαν Il.7.436; οἰκοδομέειν Hdt. 1.98, cf. Ar.Av.1132, etc. (τ. οἰκοδομήσασθαι to build oneself walls, Th.7.11); τ. ἄξειν Id.6.99; τὰ τ. στῆσαι D.20.74; τ. περιβάλλειν ταῖς πόλεσι Arist.Pol.1331a3; τ. περιβαλέσθαι build walls round one's city, Hdt.1.141, cf. Th.1.8, etc. (also τ. περιβαλέσθαι τὴν πόλιν Hdt.1.163:—hence Pass., τεῖχος περιβεβλημένος having a wall round it, Pl.Tht.174e; τείχη περιβεβλημένοι, of citizens, Arist.Pol. 1331a8); but also νῆσον περιβάλλεσθαι τείχει surround one's island with walls, Pl.Criti.116a; τ. ῥήξασθαι breach the wall, Il.12.90, cf.257; τεῖχος ἀναρρήξας 7.461; so in Prose, τ. διαιρεῖν, περιαιρέειν, κατελεῖν κατασκάψαι, etc., Th.2.75, Hdt.6.46,48, Th.4.109, etc. 2 τὰ μακρὰ τ., at Athens, lines of wall connecting the city-wall (ὁ περίβολος) and the harbours, Th.2.13; they were called respectively τὸ βόρειον or Peiraic, and τὸ νότιον or Phaleric wall (Pl.R.439e, Aeschin. 2.173, 174), cf. σκέλος 11: an intermediate wall (τὸ διὰ μέσου τ. Pl.Grg.455e) ran parallel to the northern, which was therefore called also τὸ ἔξωθεν, Th.2.13: the quarter inside the walls is sts. called τὸ μακρὸν τ. Long Wall, And.1.45. II fortification, castle, fort, Pi.Fr.213, Hdt.3.14,91, etc. III walled, fortified town or city, Id.9.41,115, X.Cyr.7.5.13, etc. IV wall of a temple, PEleph.20.52 (iii B.C.); of a house, PHamb.15.8 (iii A.D.), PStrassb. 9.8 (iv A.D.), etc. (Cf. Skt. dehmi 'anoint, smear, plaster', Goth. digan 'mould, create (= πλάσσω)', daigs 'dough', Lat. fingo, figura, Osc. feihúss 'walls', etc.)
German (Pape)
[Seite 1081] εος, τό (vgl. τοῖχος), die Mauer, bes. Stadtmauer, die zur Befestigung der Stadt dient; Hom. oft; εἰσελθοῦσα πύλας καὶ τείχεα μακρά, Il. 4, 34; τεῖχος ἐλαύνειν, eine Mauer ziehen, Od. 6, 9, wie Her. 9, 9; πόλιας καὶ τείχε' ἐπόρθουν, Il. 4, 308; αἰπύ, 6, 327; τεῖχος ἀναῤῥήξας, 7, 461, die Mauer sprengen, daß sie eine Bresche bekommt; τὸ καθεύδειν ἐᾶν ἐν τῇ γῇ κατακείμενα τὰ τείχη καὶ μὴ ἐπανιστάναι, Plat. Legg. VI, 778 d; καθαιρεῖν, niederreißen, Menex. 244 c, u. öfter; übh. eine zum Schutz errichtete Mauer, Befestigungswerke, Wall u. Graben, wie bei Hom. die Mauern für die Schiffe, τεῖχος ἔδειμαν, πύργους θ' ὑψηλούς, εἶλαρ νηῶν τε καὶ αὐτῶν, Il. 7, 436, vgl. 12, 4; Hes.; Pind. I. 3, 38 u. öfter, u. Tragg., selten von Holz, ξύλινον, Her. 7, 142. 8. 51. 9, 65; aber τείχει ἐν ξυλίνῳ Pind. P. 3, 38 ist der Scheiterhaufen; Her. 7, 139 nennt auch τειχέων κιθῶνες die Mauern, die den hinter ihnen Stehenden zum Brustharnisch dienen. – Uebh. eine mit Mauern und Burgen versehene, befestigte Stadt, gew. im plur., Her. 9, 117 u. öfter, wie Xen. Cyr. 5, 4, 37 Hell. 7, 5, 8; vgl. Poll. 9, 7.
Greek (Liddell-Scott)
τεῖχος: -εος, τό, τεῖχος, μάλιστα δὲ τεῖχος μέγα καὶ ἰσχυρὸν περί τινα πόλιν, τεῖχος τῆς πόλεως, συχνὸν ἀπὸ τοῦ Ὁμήρου καὶ ἐφεξῆς ἔν τε τῷ ἑνικῷ καὶ τῷ πληθ.: κατὰ τοὺς ἀρχαιοτάτους χρόνους ἀείποτε ἐξ ὀγκωδῶν λίθων (πρβλ. λογάς, λογάδην, λιθολόγος)· ὅθεν, ξύλινον τεῖχος ἦτο πρᾶγμα ἀσύνηθες καὶ παράδοξον, Χρησμ. παρ’ Ἡροδ. 7. 141, πρβλ. 8. 51., 9. 65, Θουκ. 2. 75, Ξεν. Ἑλλ. 1. 3, 4, πρβλ. Ἀριστοφ. Ἱππ. 1040· (ὁ Πίνδ. ποιεῖται τὴν ῥῆσιν τῆς φράσεως ταύτης ἐπὶ νεκρικῆς πυρᾶς, Π. 3. 67)· τ. σιδηροῦν, τείχη χαλκᾶ καὶ ἀδαμάντινα Ἀριστορ. Ἱππ. 1046, Αἰσχίν. 65. 33· τειχέων κιθῶνες, χιτῶνες, ἐνδύματα ἐκ τειχῶν, δηλ. τείχη πολλαπλᾶ, τὸ ἓν ἐντὸς τοῦ ἑτέρου, Ἡρόδ. 7. 139· τεῖχος ἐλαύνειν, ἴδε ἐλαύνω ΙΙΙ. 2· δέμειν Ἰλ. Η. 436, κλπ.· οἰκοδομεῖν Ἡρόδ. 1. 98, Ἀριστοφ. Ὄρν. 1132, κλπ.· (οἰκοδομοῦμαι τ., κτίζω δι’ ἐμαυτὸν τείχη, Θουκ. 7. 11)· τ. ἄγειν ὁ αὐτ. 6. 99· τ. ἱστάναι Δημ. 479. 12· τ. περιβάλλεσθαι, moenia sibi circumdare, Ἡρόδ. 1. 141, Θουκ., κλπ.· (ὡσαύτως, τ. περιβάλλεσθαι τὴν πόλιν Ἡρόδ. 1. 163· ὅθεν ἐν τῷ παθητ., τεῖχος περιβεβλημένος, ἔχων τεῖχος πέριξ, Πλάτ. Θεαίτ. 174Ε)· ἀλλὰ καί, περιβάλλεσθαι τείχει τὴν νῆσον, in ulam moeniis cingere, ὁ αὐτ. ἐν Κριτί. 116Α, πρβλ. Ἀριστ. Πολιτικ. 7. 11, 11· ― ἀντίθετον τῷ τεῖχος ῥήξασθαι, τεῖχος ῥηξάμενοι κρημνίσαντες, Ἰλ. Μ. 90, 257· τεῖχος ἀναρρήξας Η. 461· οὕτω παρὰ τοῖς πεζογράφοις, τ. διαιρεῖν, περιαιρεῖν, καθαιρεῖν, κατασκάπτειν Θουκ. 2. 75, Ἡρόδ. 6. 46, 47, Θουκ. 4. 109, κλπ. 2) τὰ μακρὰ τείχη, τὰ ἑνοῦντα τὴν πόλιν τῶν Ἀθηνῶν μετὰ τῶν λιμένων Πειραιῶς καὶ Φαλήρου, ἐκαλοῦντο δὲ τὸ βόρειον τὸ πρὸς τὸ τὸν Πειραιᾶ καὶ τὸ νότιον ἢ τὸ πρὸς τὸ Φάληρον (Πλάτ. Πολ. 439Ε, Αἰσχίν. 51. 17, 27), ὠνομάζοντο προσέτι τὰ Σκέλη, Λατιν. Brachia (Στράβ. 395, Λίβ. 31. 26), ἴδε Θουκ. 2. 13· ἕτερον δὲ τεῖχος μεταξὺ τῶν δύο (τὸ διὰ μέσου) ἦτο παράλληλον πρὸς τὸ βόρειον, ὅπερ διὰ τοῦτο ἐκαλεῖτο καὶ τὸ ἔξωθεν, Πλάτ. Γοργ. 455Ε, Θουκ. ἔνθ’ ἀνωτ.· - πλείονα περὶ τῶν μακρῶν τειχῶν εὑρήσεις ἐν τῇ ἀξιολόγῳ πραγματείᾳ τοῦ Ἐνρίκου Οὑλερίχου τῇ ἐπιγραφομένῃ «Λιμένες καὶ Μακρὰ τείχη Ἀθηνῶν, δημοσιευθείσῃ ἐν τῷ Ἑβδόμῳ φυλλαδίῳ τοῦ Ἐρανιστοῦ ἐν Ἀθήναις 1843, ἴδε καὶ διατριβὴν Γ. Ζαννέτου ἐν τῷ περιοδικῷ Ἀπόλλωνι, καὶ Λεξ. Ἀρχ. Ραγκαβῆ, κλπ.· τὸ δὲ μεταξὺ τῶν τειχῶν διάστημα ἐνίοτε ἐκαλεῖτο τὸ μακρὸν τ., Ἀνδοκ. 7. 8. - τεῖχος, τείχη διαφέρει τοῦ τοῖχος ὡς τὸ Λατ. murus, moenia τοῦ paries, ὡς τὰ τῆς πόλεως τείχη ἀπὸ τοῦ τοίχου οἰκίας, πρβλ. τειχίον. ΙΙ. πᾶς τόπος ὠχυρωμένος, ὀχύρωμα, φρούριον, Ἡρόδ. 3. 14, 91, κλπ.· οὕτως ἐν τῷ πληθ., ἐπὶ ἑνὸς μόνου φρουρίου, ὁ αὐτ. 4. 12. ΙΙΙ. τετειχισμένη, ὠχυρωμένη πόλις, ὁ αὐτ. 9. 41, 115, Ξεν., κλπ.· καὶ οὕτως ἐν τῷ πληθ., Ἡρόδ. 9. 98, Ξεν. (Ὁ Κούρτ. νῦν ῥέπει εἰς τὸ νὰ ἀναφέρῃ τὴν λέξιν εἰς τὴν √ΘΙΓ, θιγεῖν μᾶλλον ἢ εἰς τὴν √ΤΕΚ, τεκεῖν, μετενεχθέντος τοῦ δασέος ἀπὸ τοῦ πρώτου γράμματος εἰς τὸ τρίτον).
French (Bailly abrégé)
ion. -εος, att. -ους (τό) :
I. mur de ville ; τὰ μακρὰ τείχη à Athènes les Longs Murs, ligne de fortifications joignant la ville au Pirée;
II. 1 fortification, forteresse, fort;
2 place fortifiée, place forte.
Étymologie: R. Θιγ, toucher, d’où θιγγάνω, litt. « ligne continue » avec déplac. d’aspiration.
English (Autenrieth)
εος: wall of a city or town, then in general any fortification, rampart; τεῖχος ἐλαύνειν, δεῖμαι, ποιήσασθαι, Μ , Il. 7.436.