ἐκεῖνος
English (LSJ)
ἐκείνη, ἐκεῖνο, also κεῖνος (regular in Ep., Ion. (as SIG37.3 (Teos, v B.C.), though Hdt. prefers ἐκεῖνος), and Lyr., in Trag. κεῖνος only where the metre requires, cf. A.Pers.230,792, S.Aj.220 (anap.), etc. ; but not in Att. Prose, and in Com. only in mock Trag. passages) : Aeol. κῆνος Sapph.2.1 : Dor. τῆνος Theoc.1.4, etc. : in Com., strengthd. ἐκεινοσί Eup.277 (prob.), Ar.Eq.1196, etc. ; ἐκεινοσίν A.D.Pron.59.24 : (ἐκεῖ):—demonstr. Pron.
A the person there, that person or thing, Hom., etc. : generally with reference to what has gone immediately before, Pl.Phd.106c, X.Cyr.1.6.9, etc. ; but when οὗτος and ἐκεῖνος refer to two things before mentioned, ἐκεῖνος, prop. belongs to the more remote, in time, place, or thought, οὗτος to the nearer, Pl.Euthd.271b, etc. : but ἐκεῖνος sts. = the latter, X.Mem. 1.3.13, D.8.72, Arist.Pol.1325a7, etc. : ἐκεῖνος is freq. the predicate to οὗτος or ὅδε, οὗτος ἐκεῖνος τὸν σὺ ζητέεις Hdt.1.32 ; τοῦτ' ἔστ' ἐκεῖνο E.Hel.622 ; ἆρ' οὗτός ἐστ' ἐκεῖνος ὅν..; Ar.Pax240, etc. : also joined as if one Pron., τοῦτ' ἐκεῖνο..δέρκομαι S.El.1115, etc. ; κατ' ἐκεῖνο καιροῦ at that point of time, Plu.Alex.32, etc. ; ἐς ἐ. τοῦ χρόνου D.C. 46.49 ; ἀλλ' ἐκεῖνο, à propos, Luc.Nigr.8. 2 to denote wellknown persons, etc., κεῖνος μέγας θεός Il.24.90 ; ἐκεῖνος ἡνίκ' ἦν Θουκυδίδης Ar.Ach.708 ; καίτοι φασὶν Ἰφικράτην ποτ' ἐκεῖνον.. D.21.62 ; ὦ παῖ 'κείνου τἀνδρός Pl.Phlb.36d. b ἐκεῖνα the ideal world, Id.Phdr.250a. 3 for things, of which one cannot remember or must not mention the name, = ὁ δεῖνα, so-and-so, Ar.Nu.195. b in formulae, τεθνάτω καὶ οἱ παῖδες οἱ ἐξ ἐκείνου IG12.10.33. 4 with simple demonstr. force, Ἶρος ἐκεῖνος ἧσται Irus sits there, Od.18.239 ; νῆες ἐκεῖναι ἐπιπλέουσιν there are ships sailing up, Th.1.51. 5 in orat. obliq. where prop. the reflex. Pron. αὑτοῦ would stand, X. HG 1.6.14, Is.8.22, etc. 6 after a Relat. in apodosi almost pleon., X.Cyr. 1.4.19 (s.v.l.). 7 in Aeol. and Att. the Subst. with ἐκεῖνος prop. has the Art. (κῆνος ὤνηρ Alc. Supp. 25.6), and ἐκεῖνος may precede or follow the Subst., ἐκείνῃ τῇ ἡμέρᾳ Th. 1.20, Pl. Phd. 57a ; τὴν στρατείαν ἐ., τὸν ἄνδρ' ἐ., Th. 1.10, Ar. Pax649 : in Poets the Art. is freq. omitted, ἤματι κείνῳ Il. 2.37, etc. ; but when this is the case in Prose, ἐκεῖνος follows the Subst., ἡμέρας ἐκείνης Th. 3.59, etc. II Adv. ἐκείνως in that case, Id.1.77, 3.46 ; in that way, Hp.Fract. 27 ; ζῆν Pl. R. 516d, etc.: Ion. κείνως Hdt. 1.120. III dat. fem. ἐκείνῃ as Adv., 1 of Place, at that place, in that neighbourhood, Hdt. 8.106, Th. 4.77, etc. ; κείνῃ (sc. ὁδῷ) Od. 13.111. 2 of Manner, in that manner, Pl. R. 556a, etc. IV with Preps., ἐξ ἐκείνου from that time, X. Ages.1.17 ; ἀπ' ἐκείνου Luc. DMar. 2.2 ; κατ' ἐκεῖνα in that region, X. HG 3.5.17, etc. ; μετ' ἐκεῖνα afterwards, Th. 5.81 ; cf. ἐπέκεινα.
German (Pape)
[Seite 759] η, ο (ἐκεῖ, vgl. κεῖνος, τῆνος), der dort, jener, im Ggstz von οὗτος, etwas Entfernteres, Abwesendes bezeichnend, Hom. u. Folgde überall. Oft von den Gestorbenen, vgl. Schömann zu Isaeus p. 177. S. ἐκεῖ – Regelmäßig steht in Prosa der Artikel dabei; ἐκείνῃ τῇ ἡμέρᾳ, an jenem Tage, Thuc. 1, 20; mit geringerem Nachdruck τὴν στρατιὰν ἐκείνην 1, 10; selten ἡμέρας ἐκείνης, 3, 59, u. wo es hinzeigend ist, νῆες ἐκεῖναι ἐπιπλέουσιν, da segeln Schiffe heran; ὡς νῦν Ἶρος ἐκεῖνος ἧσται, dort, Od. 18, 239. – Von bekannten Personen oder Sachen, wie ille, Soph. O. C. 87; Ar. Nub. 180. – Οὗτος ἐκεῖνος, eben jener, Soph. El. 1104; Eur.; οὗτος ἐκεῖνος τὸν σὺ ζητεῖς, das ist der, Her. 1, 32; vgl. Ar. Av. 507; τοῦτ' ἐκεῖνο, τόδ' ἐκεῖνο, von einer sprichwörtlichen Redensart, die eben jetzt ihre Anwendung findet, τοῦτ' ἐκεῖνο, κτᾶσθ' ἑταίρους μὴ τὸ συγγενὲς μόνον Eur. Or. 804; τοῦτ' ἐκεῖνο ποῖ φύγω Ar. Av. 354, jetzt heißt es..; τοῦτ' ἐκεῖνο, da hast du es, Plat. Phaedr. 241 d; ταῦτ' ἐκεῖνα τὰ εἰωθότα, da haben wir seine Art, Conv. 223 a; ἀλλ' ἐκεῖνο, mais à propos, Luc. Nigr. 8. – Nicht selten bezieht sich ἐκεῖνος auf das nächst Vorhergehende, wenn es nachdrücklicher hervorgehoben wird, οὗτος auf das Entferntere, Xen. Hem. 1, 3, 13 Dem. 8, 72. Dah. geht es oft auf das subj. des Satzes, für αὐτός stehend oder diesem entsprechend, Κλέαρχος καὶ οἱ σὺν ἐκείνῳ Xen. An. 1, 2, 15, vgl. Krüger zu 4, 3, 20; ἂν αὐτῷ διδῷς ἀργύριον καὶ πείθῃς ἐκεῖνον Plat. Prot. 310 d; λέγονται οἱ Ἀθηναῖοι διὰ Περικλέα βελτίους γεγονέναι ἢ διαφθαρῆναι ὑπ' ἐκείνου Gorg. 515 e; Plut. Rom. 24 u. A.; auch nimmt es das subj. wieder auf, οἵ, ἢν ἐπ' ἐκείνους ἐλαύνωμεν, ὑποτεμοῦνται πάλιν ἡμᾶς ἐκεῖνοι Xen. Cyr. 1, 4, 19; auffallend ἔφη ἑαυτοῦ γε ἄρχοντος – εἰς τοὐκείνου δυνατόν, sc. τοῦ ἄρχοντος, Hell. 1, 6, 14. – Ἐκείνως, auf jene Art, Thuc. 1, 77. 3, 46; auch = auf folgende Weise, Dem. Lept. 61, wo Wolf zu vgl.; – ἐκεινοσί, jener da, Ar. Equ. 1196 Polyzel. com. fr. inc. 1.
Greek (Liddell-Scott)
ἐκεῖνος: ἐκείνη, ἐκεῖνο, ἢ κεῖνος (ὅπερ εἶναι ὁ συνήθης τύπος παρ’ Ἐπ. καὶ Ἴωσιν, ἂν καὶ ὁ Ἡρόδ. προτιμᾷ τὸν τύπον ἐκεῖνος, Δινδ. περὶ τῆς Διαλ. τοῦ Ἡροδ. xxxvi· ὁ Πίνδ. μεταχειρίζεται μόνον τὸν τύπον κεῖνος· οἱ Τραγ. κεῖνος μόνον ἔνθα τὸ μέτρον ἀπαιτεῖ τοῦτο, ἴδε Αἰσχύλ. Πέρσ. 230, 792, Σοφ. Αἴ. 220, Ἐλμσλ. ἐν Μηδ. 88, Λοβ. Φρύν. 7· ἀλλ’ ὁ τύπος κεῖνος εἶναι ἄγνωστος ἐν τῷ Ἀττ. πεζῷ λόγῳ, (ὥστε ἀντὶ τῶν ἢ κεῖνος, μὴ κεῖνος, ἀναγνωστέον κατὰ κρᾶσιν ἠκεῖνος, μἠκεῖνος), παρ’ Ἀριστοφ. δὲ ἀπαντᾷ μόνον ἐν χωρίοις ἐν οἷς ἐμπαικτικῶς ἀπομιμεῖται τοὺς Τραγικούς): Αἰολ. κῆνος Σαπφὼ 2· Δωρ. τῆνος Θεόκρ. 1. 4, κτλ.: ― ἐν τῇ Ἀττ. κωμῳδίᾳ καὶ τῷ πεζῷ λόγῳ εὕρηται καὶ ἐπιτεταμένον, ἐκεινοσί, Ἀριστοφ. Ἱππ. 1196, κτλ. Ἀντωνυμία δεικτική: (ἐκεῖ)· ὁ ἄνθρωπος «ἐκεῖ πέρα», τὸ ἐκεῖ (εὑρισκόμενον) πρόσωπον ἢ πρᾶγμα, Λατ. ille, Ὅμ., κτλ.· ἐν γένει ἀναφέρεται εἰς ὅ,τι ἀμέσως προηγήθη, ἀπολογουμένου δὲ αὐτοῦ ἀντ’ ἐκείνου Πλάτ. Φαίδων 106Β, Ξεν. Κύρ. 1. 6, 9, κτλ· ἀλλ’ ὁπόταν τὸ οὗτος καὶ ἐκεῖνος ἀναφέρωνται εἰς δύο προηγουμένως μνημονευθέντα πράγματα, τὸ ἐκεῖνος, Λατ. ille, κυρίως ἀνήκει εἰς τὸ μᾶλλον ἀπομεμακρυσμένον, δηλ. τὸ πρῶτον· τὸ δὲ οὗτος, Λατ. hic, εἰς τὸ πλησιέστερον, δηλ. τὸ δεύτερον· ἀλλ’ ὁ κανὼν οὗτος ἐνίοτε ἀναστρέφεται, ὡς ἐν τῇ Λατ., Πλάτ. Φαῖδρ. 232D, Ξεν. Ἀπομν. 1. 3, 13, Δημ. 107· ἐν τέλει, κτλ.: ― τὸ ἐκεῖνος κεῖται πολλάκις ὡς κατηγορούμενον τοῦ οὗτος ἢ τοῦ ὅδε, οὗτος ἐκεῖνος ὃν σὺ ζητεῖς Ἡρόδ. 1. 32· τοῦτ’ ἔστ’ ἐκεῖνο Εὐρ. Ἑλ. 622· ἆρ’ οὗτος ἔστ’ ἐκεῖνος Ἀριστοφ. Εἰρ. 240, κτλ.· ἀλλὰ καὶ συνδυάζονται τὰ δύο ὡς μία ἀντωνυμία, τοῦτ’ ἐκεῖνο δέρκομαι Σοφ. Ἠλ. 1115, κτλ.· κατ’ ἐκεῖνο καιροῦ, κατ’ ἐκεῖνο τὸ χρονικὸν σημεῖον, Πλούτ., κλ.· ἀλλ’ ἐκεῖνο, ὡς τὸ Γαλλικὸν à propos, Λουκ. Νιγρ. 8. 2) ὡς τὸ ille, πρὸς δήλωσιν πασιγνώστου προσώπου, κτλ., κεῖνος μέγας θεὸς Ἰλ. Ω. 90· ἐκεῖνος Θουκυδίδης Ἀριστοφ. Ἀχ. 708· καίτοι φασὶν Ἰφικράτην ποτ’ ἐκεῖνον... Δημ. 534. 23. 3) ὡς τὸ δεῖνα, ἐπὶ πραγμάτων, τὰ ὁποῖα δὲν δύναταί τις νὰ ἐνθυμηθῇ, ἢ δὲν πρέπει νὰ ἀναφέρῃ ὀνομαστί, Ἀριστοφ. Νεφ. 195. 4) ἁπλῶς ὡς δεικτικόν, ὡς νῦν Ἶρος ἐκεῖνος... ἧσται νευστάζων κεφαλῇ Ὀδ. Σ. 239, ἴδε Θουκ. 1. 51· πρβλ. οὗτος Γ. Ι. 5. 5) ἐν πλαγίῳ λόγῳ ἔνθα κυρίως ἔπρεπε να τεθῇ ἡ αὐτοπαθὴς ἀντωνυμία αὑτοῦ, εἰς τὸ ἐκείνου Ξεν. Ἑλλ. 1. 6, 14, Ἰσαῖος 71. 15, κτλ. 6) προηγουμένου ἀναφορικοῦ τίθεται ἐν τῇ ἀποδόσει σχεδὸν πλεοναστικῶς, Ξεν. Κύρ. 1. 4, 19. 7) παρ’ Ἀττ. τὸ οὐσιαστ. μετὰ τοῦ ἐκεῖνος κυρίως λαμβάνει τὸ ἄρθρον, ἡ δὲ ἀντων. ἐκεῖνος δύναται νὰ προηγῆται τοῦ οὐσ. ἢ νὰ ἀκολουθῇ αὐτῷ, ἐκείνη τῇ ἡμέρᾳ Θουκ. 1. 20· τῇ ἡμέρᾳ ἐκείνη, κτλ.· παρὰ ποιηταῖς τὸ ἄρθρον συχνάκις παραλείπεται, ἀλλ’ ὅταν τοῦτο συμβαίνῃ παρὰ τοῖς πεζοῖς, ἡ ἀντωνυμ. ἐκεῖνος τίθεται μετὰ τὸ οὐσιαστ., νῆες ἐκεῖναι Θουκ. 1. 51· ἡμέρας ἐκείνης ὁ αὐτ. 3. 59 ΙΙ. Ἐπίρρ. ἐκείνως, κατ’ ἐκεῖνον τὸν τρόπον, ὁ αὐτ. 1. 77., 3. 46, Πλάτ. Πολ. 516D, κτλ.· Ἰων. κείνως Ἡρόδ. 1. 120 ΙΙΙ. ἡ δοτ. τοῦ θηλ. ἐκείνῃ κεῖται ἐπιρρηματικῶς, 1) ἐπὶ τόπου (ἐξυπακουομ. τῆς λέξ. ὁδῷ), ἐκεῖ, ἐν ἐκείνῳ τῷ τόπῳ, ἐπ’ ἐκείνης τῆς ὁδοῦ, ἢν κομισάμενος τοὺς οἰκέτας οἰκέῃ ἐκείνῃ Ἡρόδ. 8. 106, Θουκ. 4. 77, κτλ.· οὐδέ τι κείνῃ ἄνδρες ἐσέρχονται, «τὸ ἐκείνῃ ἐπίρρημά ἐστι ἴσον τῷ ἐκεῖσε» (Εὐστ.), Ὀδ. Ν. 111. 2) ἐπὶ τρόπου, κατ’ ἐκεῖνον τὸν τρόπον, Πλάτ. Πολ. 556Α, κτλ. IV. μετὰ προθέσεων, ἐξ ἐκείνου, δηλ. τοῦ χρόνου, Ξεν. Ἀγησ. 1. 17· οὕτω καὶ ἀπ’ ἐκείνου Λουκ. Ἐναλ. Διάλ. 2. 2· κατ’ ἐκεῖνα τὰ μέρη, ἐκεῖ, Ξεν. Ἑλλ. 3. 5, 17, κτλ.· μετ’ ἐκεῖνα, μετὰ ταῦτα, ἔπειτα, Θουκ. 5. 81· πρβλ. ἐπέκεινα, ὑπερέκεινα.
French (Bailly abrégé)
ἐκείνη, ἐκεῖνο;
1 celui-là, celle-là, cela ; en parl. de ce qui vient d’être dit et par opp. à οὗτος, ἐκεῖνος désigne d’ord. la personne ou la chose la plus éloignée (lat. ille), οὗτος, la personne ou la chose la plus proche (lat. hic), qqf cependant l’inverse ; adv. κατ’ ἐκεῖνα XÉN en ce lieu ; μετ’ ἐκεῖνα THC après cela ; ἐξ ἐκείνου XÉN, ἀπ’ ἐκείνου LUC depuis ce temps ; ἀλλ’ ἐκεῖνο LUC eh ! mais, à propos ; ἐκείνῃ τῇ ἡμέρᾳ THC, ἐκείνην ἡμέραν SOPH, ἡμέρας ἐκείνης THC ce jour-là ; κατ’ ἐκεῖνον τὸν χρόνον THC vers ce temps;
2 pour renforcer un autre pronom οὗτος ἐκεῖνος τὸν σὺ ζητεῖς HDT voilà justement celui que tu cherches ; τοῦτ’ ἐκεῖνο, τόδ’ ἐκεῖνο, c’est cela même;
3 au sens d’un adv. de lieu et construit comme attribut : Ἶρος ἐκεῖνος ἧσται OD c’est Iros qui est assis là ; νῆες ἐκεῖναι ἐπιπλέουσι THC ce sont des navires qui arrivent, litt. il arrive là-bas des navires.
Étymologie: ἐκεῖ.
English (Autenrieth)
η, ο, and κεῖνος: that one (ille), he, she; κεῖνος μέν τοι ὅδ' αὐτὸς ἐγώ, πάτερ, ο<<><>>ν σὺ μεταλλᾷς, ‘I myself here am he,’ Od. 24.321; freq. deictic, κεῖνος ὅ γε, yonder he is, Il. 3.391, Il. 5.604.—Adv., κείνῃ, there, Od. 13.111.