ἐκπέμπω

Revision as of 13:59, 17 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (21)

English (LSJ)

   I of persons, send out or forth from, c. gen. loci, ὅπως Πρίαμον..νηῶν ἐκπέμψειε Il.24.681 ; ὅς τίς σε..δώματος ἐκπέμψῃσι Od.18.336, cf. S.El.1128 ; ἐ. ἐκ τῆς πόλεως Isoc.6.78 :—Med., δόμου ἐκπέμψασθε θύραζε Od.20.361,cf.S.Aj.612(lyr.), etc.    2 bring out by calling, call or fetch out, τινὰ ἐκτὸς πυλῶν Id.Ant.19:—so in Med., Id.OT951:—Pass., go forth, depart, Id.OC1664.    3 send forth, dispatch, πρέσβεις, στρατιάς, οἰκήτορας, Th.1.90,141,4.49 ; ἐ. συμπρεσβευτὰς τοὺς ἐχθρούς Arist.Pol.1271a24 ; ἐ. ἀποικίας οἷον σμήνη μελιττῶν Pl.Plt.293d, cf.Arist.Pol.1273b19 :—Pass., τῶν -ομένων καὶ εἰσαγομένων ἐπιστολῶν Aen.Tact.10.6.    4 send away, τινὰ ἐς.. Hdt.1.160 ; ἐ. τινὰ ἄτιμον S.OT789 ; καθάρμαθ' ὥς τις ἐκπέμψας A.Ch. 98: in Prose, divorce a wife, ἐ. γυναῖκα Hdt.1.59, Lys.14.28, cf.D.59.55 :—also in Med., γῆς φυγάδας ἐκπέμψασθαι S.OT309.    5 c. dupl. acc., conduct across, τινὰ τὸν Ἰορδάνην LXX 2 Ki.19.31.    II of things, send out, send abroad, κειμήλια πολλὰ καὶ ἐσθλά..ἵνα περ τάδε τοι σόα μίμνῃ Il.24.381; δῶρά τινι Hdt.1.136 ; σῖτόν τινι Th.4.16 (nisi leg. ἐσ-).    2 export, ἐ. ὧν ἐπλεόναζον Arist.Pol.1257a32 :—Med., τὰ πλεονάζοντα τῶν γιγνομένων ἐκπέμψασθαι export their surplus products, ib.1327a27.    3 send forth, give out, σέλας A.Ag.281; πνεῦμα, [ὑγρόν], Arist.PA664a18, HA589b18; δυσοσμίαν Alciphr.3.28.    4 utter, pronounce, A.D.Pron.35.1 (Pass.).

German (Pape)

[Seite 771] heraus-, wegschicken, geleiten; τινὰ νηῶν Il. 24, 681; δώματος Od. 18, 336; σ' ἐκτὸς πυλῶν ἐξέπεμπον, ich ließ dich herauskommen, Soph. Ant. 19; vgl. Xen. Cyr. 4, 1, 11 u. Thuc. 3, 25; im med., zu sich herausrufen lassen, Soph. O. R. 951; ἀποικίας, aussenden, Plat. Polit. 293 d; oft mit εἰς verbunden, nach einem Orte hin. Bes. oft bei den Historikern, ein Heer, eine Gesandtschaft, eine Kolonie abschicken. Von Sachen, wegsenden, ausführen, κειμήλια ἐς ἀλλοδαπούς Il. 24, 381. Nach Poll. 3, 151 auch δίσκον, schleudern. Stärker, fortschicken, vertreiben, Thuc. 1. 56 u. öfter; Xen. Hell. 4, 8, 6; ἐμὲ δ' ἐξέπεμψεν ὁ καπνός, trieb mich heraus, Ar. Plut. 821; dah. καθάρμαθ' ὥς, Aesch. Ch. 96, wegwerfen; γυναῖκα, verstoßen, Her. 1, 59, Lys. 14, 28 Dem. 59, 55. – Med., von sich fortschicken, δόμου θύραζε Od. 20, 361; Soph. Ai. 612, Xen. An. 5, 2. 21 u. A.; τὰ πλεονάζοντα τῶν γιγνομένων, den Ueberfluß der Erzeugnisse, Arist. pol. 7, 6. – Das pass. bei Soph. O. C. 1660, ἀνὴρ γὰρ οὐ στενακτὸς ἐξεπέμπετο, er starb.

Greek (Liddell-Scott)

ἐκπέμπω: μέλλ. -ψω: Ι. ἐπὶ προσώπων, ἀπομακρύνω, ἀπάγω ἔκ τινος μέρους, μετὰ γεν. τόπου, ὅπως Πρίαμον βασιλῆα νηῶν ἐκπέμψειε Ἰλ. Ω. 681· ἐκδιώκω, ὅστις σε... δώματος ἐκπέμψῃσι Ὀδ. Σ. 336, πρβλ. Αἰσχύλ. Ἀγ. 281, Σοφ. Ἠλ. 1128· ὡσαύτως, ἐκπ. ἐκ..., Ἰσοκρ. 131Β, Πλάτ. κλ.: - Μέσ., δόμου ἐκπέμψασθε θύραζε Ὀδ. Υ. 361, πρβλ. Σοφ. Αἴ. 612, κτλ. 2) καλῶ ἔξω, προσκαλῶ, καί σ’ ἐκτὸς αὐλείων πυλῶν τοῦδ’ οὕνεκ’ ἐξέπεμπον, δι’ αὐτὸ σ’ ἐφώναξα ἔξω, Σοφ. Ἀντ. 19· οὕτως ἐν τῷ μέσ. τύπῳ, Ο. Τ. 951: - Παθ., ἐξέρχομαι, ἀναχωρῶ, Ο. Κ. 1664. 3) ἀποστέλλω, ἐξαποστέλλω, οἰκήτορας, πρέσβεις, στρατιὰν Θουκ. 6. 6, κτλ.· ἐκπ. συμπρεσβευτὰς τοὺς ἐχθροὺς Ἀριστ. Πολιτικ. 2. 9, 30· ἐκπ. ἀποικίας, οἷον σμήνη μελιττῶν Πλάτ. Πολιτ. 293D, πρβλ. Ἀριστ. Πολ. 2. 11, 15. 4) ἐξαποστέλλω, ἐς Μυτιλήνην αὐτὸν ἐκπέμπουσι Ἡρόδ. 1. 160· καί μ’ ὁ Φοῖβος ὧν μὲν ἱκόμην ἄτιμον ἐξέπεμψεν Σοφ. Ο. Τ. 789· καθάρμαθ’ ὥς τις ἐκπέμψας Αἰσχύλ. Χο. 98· παρὰ πεζογράφοις, διαζεύγνυμαι, ἐκπ. γυναῖκα Ἡρόδ. 1. 59, Λυσ. 142. 9, Δημ. 1364. 3: - ὡσαύτως ἐν τῷ μέσ. τύπῳ, γῆς φυγάδας ἐκπέμψασθαι Σοφ. Ο. Τ. 309, πρβλ. Πλάτ. Νόμ. 956D. II. ἐπὶ πραγμάτων, στέλλω ἔξω, στέλλω εἰς ξένην χώραν, εἰς ξένους ἀνθρώπους, ἠέ πῃ ἐκπέμπεις κειμήλια πολλὰ καὶ ἐσθλά..., ἵνα περ τάδε τοι σόα μίμνῃ; Ἰλ. Ω. 381· δῶρά τινι Ἡρόδ. 1. 136· σῖτόν τινι Θουκ. 4. 16. 2) ἐπὶ προϊόντων ἢ ἐμπορευμάτων κάμνω ἐξαγωγήν, ἐξάγω, ἐκπ. ὧν ἐπλεόναζον Ἀριστ. Πολιτικ. 1. 9, 7· καὶ ἐν τῷ μέσ. τύπῳ, τὰ πλεονάζοντα τῶν γιγνομένων ἐκπέμψασθαι αὐτόθι 7. 6, 4. 3) ἐκπέμπω, σέλας Αἰσχύλ. Ἀγ. 281· πνεῦμα, ὑγρόν, κτλ., Ἀριστ. π. Ζ. Μορ. 3. 3, 1, κ. ἀλλ.· δυσοσμίαν Ἀλκίφρων 3. 28.

French (Bailly abrégé)

f. ἐκπέμψω, etc.
I. envoyer hors de :
1 faire sortir de : τινα νηῶν IL, τινα δώματος OD envoyer qqn hors des navires, d’une maison;
2 renvoyer, chasser : τινα ἄτιμον SOPH qqn honteusement ; γυναῖκα HDT répudier une femme;
3 envoyer au dehors : πρέσβεις THC, στρατιάν THC des ambassadeurs, une expédition ; σῖτόν τινι THC des vivres à qqn;
II. faire sortir en appelant, appeler hors de;
Moy. ἐκπέμπομαι;
I. tr. 1 faire sortir;
2 chasser, bannir;
II. intr. s’éloigner, partir.
Étymologie: ἐκ, πέμπω.

English (Autenrieth)

aor. ἔκπεμψα: send out or away, mid., from oneself; conduct forth, Il. 24.681.

English (Slater)

ἐκπέμπω
   1 send out med., set free (from) c. acc. & gen. ἄκων ὃς ἐξέπεμψεν παλαισμάτων αὐχένα καὶ σθένος ἀδίαντον possibly, the pentathlon victor Sogenes, by winning in the javelin, freed himself of the necessity of competing in wrestling (N. 7.72)