κῆρυξ

Revision as of 10:30, 22 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (eksahir)

English (LSJ)

ῡκος, ὁ, Aeol. κᾶρυξ [ᾱ] Sapph.Supp.20a.2, Pi.N.8.1:—but κήρῡκος, ου, ὁ, EM775.26: (κηρύσσω):—

   A herald, pursuivant: generally, public messenger, envoy, κ. λιγύφθογγοι Il.2.50, al.; κηρύκων, οἳ δημιοεργοὶ ἔασιν Od.19.135; κ. Διῒφίλοι Il.8.517; κ., Διὸς ἄγγελοι ἠδὲ καὶ ἀνδρῶν 1.334; θεῶν κ., of Hermes, Hes.Op.80, cf.Th.939, A.Ag. 515, Ch.124: distd. from πρέσβεις, as being messengers between nations at war, Sch.Th.1.29, cf. A.Supp.727, Pl.Lg.941a, D.12.4: used interchangeably with ἀπόστολος, Hdt.1.21: as pr.n.of a family at Athens, Th.8.53, And.1.116, Paus.1.38.3, Poll.8.103; functioning as μάγειροι at festivals, Clidem.3, 17; Κηρυκίδαι Phot.    b as fem., Pi.N.8.1, Nonn.D.4.11.    2 crier, who made proclamation and kept order in assemblies, etc., Ar.Ach.42 sq.; ὁ κ. ἀνεῖπεν And.1.36, etc.; ὁ τῶν μυστῶν κ., at Eleusis, X.HG2.4.20, cf. SIG845 (Eleusis, iii A.D.), Philostr.VS2.33.4.    3 auctioneer, ὑπὸ κήρυκος πωλεῖν Thphr.Fr.97; ἀπέδοτο πάντα τὰ ἔργα ὑπὸ κήρυκα IPE12.32B35 (Olbia, iii B.C.), cf. PHib.1.29.21 (iii B.C.); ἀποδίδοσθαι ὑπὸ κήρυκι Ammon. Diff.p.81 V. (v.l. ὑπὸ κήρυκα Ptol.Asc.p.399 H.).    4 generally, messenger, herald, θεοὶ κήρυκες ἀγγέλλουσι S.OC1511, cf. E.El.347; of the cock, Ar.Ec.30; of writing, Id.Th.780 (anap.); κ. καὶ τάφος εἰμὶ βροτοῦ IG14.1618; of Homer, ἡρώων κάρυκ' ἀρετᾶς ib.1188: metaph., κ. καὶ ἀπόστολος 1 Ep.Ti.2.7, al.    II trumpet-shell, e.g. Triton nodiferum, and smaller species, Arist.HA528a10, al., Hp.Vict.2.48, Diocl.Fr.133, Macho ap.Ath.8.349c, Gal.4.670, Alciphr.1.7, Alex. Trall.3.7. [ῡ exc. acc. pl. κήρῠκας Antim.19 (s.v.l.), cf. κηρῠκιον AP 11.124 (Nicarch.): but accented κῆρυξ, Hdn.Gr.1.44, etc.] (Cf. Skt. kārús 'poet', kīrtis 'fame'.)

Greek (Liddell-Scott)

κῆρυξ: Δωρ. κᾶρυξ (περὶ τοῦ τονισμοῦ ἴδε ἐν τέλ.), -ῡκος, ὁ: Αἰολ. ὡσαύτως κήρῡκος, ου, ὁ, Ἐτυμολ. Μέγ. 775. 26· (κηρύσσω)· ― κῆρυξ, διαλαλητής, «κράχτης», καὶ καθόλου δημόσιος ἀγγελιαφόρος μετέχων καὶ τοῦ χαρακτῆρος τοῦ πρέσβεως, λίαν ἔντιμον ὑπούργημα κατὰ τοὺς ἀρχαιοτάτους χρόνους, Λατ. praeco, caduccator, legatus, Ὅμ., κτλ. Οἱ κήρυκες συνεκάλουν τὴν ἐκκλησίαν, Ἰλ. Β. 50, 97, 437, 442, Ι. 10, Ὀδ. Β. 6, κτλ.· καὶ ἐτήρουν τὴν τάξιν ἐν αὐτῇ, Ἰλ. Β. 280, Σ. 503· διεχώριζον τοὺς διαμαχομένους, Η. 274, κἐξ.· εἶχον τὴν ἐπιμέλειαν τῆς προπαρασκευῆς τῶν θυσιῶν καὶ πανηγύρεων, Γ. 245, κἑξ., Ὀδ. Υ. 276· ἔτι δὲ καὶ ἰδιωτικῶν συμποσίων, Ἰλ. Η. 183, Σ. 558, κτλ. Ὡς δημόσιοι ὑπάλληλοι καλοῦνται δημιοεργοί, Ὀδ. Τ. 135. Τὸ ἔμβλημα τῆς ἐπισημότητος αὐτῶν ἦτο τὸ σκῆπτρον, Ἰλ. Σ. 505, Ὀδ. Β. 37, κτλ. Ἀπὸ τῶν ἡρωϊκῶν χρόνων τὸ ὑπούργημα αὐτῶν ἐθεωρεῖτο ἱερὸν καὶ τὸ πρόσωπον αὐτῶν ἀπαραβίαστον ὡς διατελούντων ὑπὸ τὴν ἄμεσον προστασίαν τοῦ Διός, καὶ ἐθεωροῦντο θεῖοι, Διῒ φίλοι Ἰλ. Δ. 192, Θ. 517· Διὸς ἄγγελοι ἠδὲ καὶ ἀνδρῶν Α. 334, κτλ.· δι’ ὃ ἐχρησιμοποιοῦντο ὅπως διαβιβάζωσιν ἀγγελίας μεταξὺ πολεμίων, Ι. 170, Ω. 149, 178, Ὀδ. Κ. 59, 102. Μεθ’ Ὅμηρον ὁ Ἑρμῆς καλεῖται κῆρυξ τῶν θεῶν, Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 80, Θεογ. 939, πρβλ. Αἰσχύλ. Ἀγ. 515, Χο. (165). Κατὰ μεταγενεστέρους χρόνους τὸ μὲν ὑπούργημα αὐτῶν διέμεινε τὸ αὐτὸ σχεδόν, ἀλλὰ διακρίνεται ἀπὸ τοῦ τῶν πρέσβεων, διότι οἱ κήρυκες διεβίβαζον ἀγγελίας μεταξὺ ἐθνῶν ἐν πολέμῳ πρὸς ἄλληλα διατελούντων, Σχόλ. εἰς Θουκ. 1. 29· πρβλ. Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 727, Πλάτ. Νόμ. 941Α, Δημ. 159. 20., 283. 2· ἐν χρήσει ἐναλλὰξ μετὰ τοῦ ἀπόστολος, Ἡρόδ. 1. 21. Ἱερατικόν τι γένος ἐν Ἀθήναις ἔφερε τὸ ὄνομα Κήρυκες, ἀπὸ Κήρυκος τοῦ Ἑρμοῦ, Ἀνδοκ. 15. 28, Παυσ. 1. 38, 3, Πολυδ. Η΄, 103· Κηρυκίδαι παρὰ Φωτ. β) κῆρυξ ὡς θηλ. ἀπαντᾷ παρὰ Πινδ. Ν. 8. 1, Νόνν. 4. 11· τὸ Ἀττ. θηλ. εἶναι κηρύκαινα. 2) ἐν Ἀθήναις, κῆρυξ, ὅστις ἐκήρυττε καὶ ἐτήρει τάξιν ἐν ταῖς συνελεύσεσι κτλ., Ἀριστοφ. Ἀχ. 42, κἑξ.· ὁ κ. ἀνεῖπεν Ἀνδοκ. 6. 4, κτλ.· ὁ τῶν μυστῶν κ., ἐν Ἐλευσῖνι, Ξεν. Ἑλλ. 2. 4, 20. 3) καθόλου, ἀγγελιαφόρος, θεοὶ κήρυκες ἀγγέλουσι Σοφ. Ο. Κ. 1511, πρβλ. Εὐρ. Ἠλ. 347· ἐπὶ τοῦ ἀλεκτρυόνος, Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 30· ἐπὶ τῆς γραφῆς, ὁ αὐτ. ἐν Θεσμ. 780. 4) παρ’ Ἐκκλ., ἱεροκῆρυξ. ΙΙ. εἶδος ὀστρακοδέρμου ἢ κοχλίου ἔχοντος κόγχην ἑλικοειδῶς συνεστραμμένην, δυναμένην νὰ χρησιμεύσῃ καὶ ὡς εἶδος σάλπιγγος, τὸ buccinum, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 4. 4, 6., 5. 12, 3, κ. ἀλλ., πρβλ. Μάχωνα παρ’ Ἀθην. 349C· ὅθεν, 2) ἀκανθωτόν τι κολαστήριον ὄργανον, Ἰακωψίου Μαρτ. Πολυκάρπου 2. ῡ ἀείποτε, διότι ἐν Ἰλ. Ρ. 324 κήρυκ’ Ἠπυτίδῃ διορθοῦται ἀντὶ κήρυκι. Αἱ μόναι ἐξαιρέσεις εἶναι κηρῠκας ἐν Ἀντιμάχῳ παρ’ Ἀθην. 475D, καὶ κηρῠκιον, ἐν Ἀνθ. Π. 11. 124. Οἱ Γραμματικοὶ ὅμως συμφώνως γράφουσι κῆρυξ, φοῖνιξ, κῆϋξ, ἴδε Πρισκιαν. 7. 8, 43, Δινδ. ἐν Στεφ. Θησ..

French (Bailly abrégé)

mieux que κήρυξ;
υκος (ὁ, qqf ἡ)
I. toute personne qui annonce à haute voix :
1 dans les temps héroïques, héraut ou messager des dieux (Hermès);
2 héraut des rois;
3 postér. héraut pour les messages de paix et de guerre ; dans les assemblées publiques, sorte d’huissier chargé de faire les proclamations;
II. p. anal. coq.
Étymologie: R. Καρ, crier.

Spanish

heraldo