νοσέω

Revision as of 18:11, 28 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (T22)

English (LSJ)

(no Ion. form νουσέω is found),

   A to be sick, ail, whether in body or mind, Hdt.1.105, etc.; τῆς πόλεως . . οὔπω νενοσηκυίας not yet having suffered from the plague, Th. 2.31; νενοσηκὸς αἷμα diseased, Arist.HA521a18; νόσῳ ν. A.Pr.386: c. acc. cogn., νοῦσον νοσεῖν Hdt.3.33, cf. E.Andr.220; τελευταίαν νόσον ν. Antipho 1.30; τι τῶν ἀπορρήτων κακῶν E.Hipp.293: c. acc. partis, νοσεῖν κῶλον S.Ph.41; ν. ὀφθαλμούς Pl.Grg.496a; νεφρούς Arist. PA671b11, etc.; τὸ νοσοῦν, = νόσος, S.Ph.675, Pl.Smp.186b: freq. in aor. νοσῆσαι, fall sick, Hdt.1.19, Th.1.138, Arist.Rh.1392a11, Luc. Macr.22, etc.; of things, γῆ νοσεῖ X.Ath.2.6; of plants, Thphr.CP5.9.9:—Pass., ἡμέραι αἱ νοσούμεναι days on which one is ill, Hp.Septim. 7.    2 of passion, ν. μάταν to be mad, S.Aj.635 (lyr.); θολερῷ χειμῶνι νοσήσας ib.207 (anap.); ἐξ ἀλαστόρων ν. Id.Tr.1235; νοσῶν alone, opp. σώφρων, ib.435; ν. τὰς φρένας Cratin.329; ν. περὶ δόξαν to have a morbid craving for fame, Plu.2.546f; ψυχῆς νοσούσης ἐστὶ φάρμακον λόγος Men.Mon.550.    3 generally, suffer, νοσεῖ τὰ τῶν θεῶν E.Tr.27; τοῖσιν οἰκείοις κακοῖς S.OC766; ἀπαιδίᾳ E.Ion620; πονηρίᾳ X.Mem.3.5.18; ἐκεῖ νοσοῦμεν ὅτι . . E.Hel.581: c. acc. cogn., τόδ' ἄλγος S.Ph.1326; esp. of states, suffer from faction and the like, ἡ Μίλητος νοσήσασα στάσι Hdt.5.28; νοσεῖ πόλις S.Ant.1015, cf. Pl. Mx.243e; νοσοῦσι καὶ τεταραγμένοις D.2.14; νοσοῦντας ἐν αὑτοῖς Id.9.50; ἀπόλωλε καὶ νενόσηκεν ἡ Ἑλλάς ib.39; αἱ δὲ πόλεις ἐνόσουν Id.18.45; τὰ πράγματα νοσοῦντα Arist.Ath.6.4; νοσῶν γάμος Ael. NA8.20.

Greek (Liddell-Scott)

νοσέω: τύπος Ἰων. νουσέω φαίνεται ὅτι οὐδαμοῦ ἦτο ἐν χρήσει, ἴδε Δινδ. π. Διαλ. Ἡροδ. σ. xl· (νόσος). Νοσῶ, εἶμαι ἀσθενής, πάσχω εἴτε κατὰ τὸ σῶμα εἴτε κατὰ τὴν ψυχήν, Ἡρόδ. 1. 19, 105, κ. ἀλλ.· τῆς πόλεως ... οὔπω νενοσηκυίας, οὔπω παθούσης ὑπὸ νόσου, Θουκ. 2. 31· νενοσηκὸς αἷμα, νοσηρόν, ἀσθενές, διεφθαρμένον, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 3. 19, 11· νόσῳ ν. Αἰσχύλ. Πρ. 384· ἀπαιδίᾳ Εὐρ. Ἴων 620, κτλ.· οὕτω μετὰ συστοίχ. αἰτ., νοῦσον νοσεῖν Ἡρόδ. 3. 33, Τραγ., Ἀντιφῶν 114· 32, κτλ., πρβλ. Λοβεκ. Παραλ. 510· (οὕτω, νόσον μαίνεσθαι Αἰσχύλ. Πρ. 977· νόσον ἀλγεῖν Σοφ. Φιλ. 1326)· ὡσαύτως μετ’ αἰτ. τοῦ μέρους, νοσεῖν κῶλον αὐτόθι 41· ν. ὀφθαλμούς, κατὰ τοὺς ὀφθαλμούς, Πλάτ. Γοργ. 495Ε· τοὺς νεφροὺς Ἀριστ. π. Ζ. Μορ. 3. 9, 4, κτλ.· τὸ νοσοῦν, = νόσος, Σοφ. Φιλ. 675, Πλάτ. Συμπ. 186Β· ― οὕτως ἐπὶ πραγμάτων, γῆ νοσεῖ Ξεν. Ἀθην. 2, 6· ἐπὶ ὕδατος, καθίσταμαι νοσηρόν, ἀκάθαρτον, μεμιασμένον, ὡς δὲ ἐνόσησε τὸ ὕδωρ ... οἱ κώνωπες ἄπειρον πλῆθος ἐγίνοντο ἐκ τῆς λίμνης Παυσαν. 7. 2, 11, διάφ. γραφ. ἐνόστησε· ― Παθητ., ἡμέραι αἱ νοσούμεναι, καθ’ ἃς εἶναί τις ἀσθενής, Ἱππ. 256. 54. 2) ἐπὶ ὀργῆς ἢ πάθους, νοσῶν μάταν, νοσῶν ἀνιάτως, ἢ κατ’ ἄλλους, νοσῶν ἐκ ματαίων φαντασιῶν, Σοφ. Αἴ. 635· θολερῷ χειμῶνι νοσήσας αὐτόθι 207· ἐξ ἀλαστόρων ν. ὁ αὐτ. ἐν Τρ. 1235· καὶ ἁπλῶς, νοσεῖν αὐτόθι 435· ὡσαύτως, φρένες νοσοῦσι Κρατῖν. ἐν Ἀδήλ. 1· ψυχῆς νοσούσης ἐστὶ φάρμακον λόγος Μένανδρ. ἐν Μονοστ. 550· πρβλ. νόσημα 2, νόσος ΙΙ. 2. 3) καθόλου, εἶμαι ἐν κακῇ καταστάσει, πάσχω, ὑποφέρω, νοσεῖ τὰ τῶν θεῶν Εὐρ. Τρῳ. 27· τοῖσιν οἰκείοις κακοῖς Σοφ. Ο. Κ. 766· πονηρίᾳ Ξεν. Ἀπομν. 3. 5. 48· τόδ’ ἄλγος Σοφ. Φιλ. 1326· τι τῶν ἀπορρήτων κακῶν Εὐρ. Ἱππ. 293· ― ἐπὶ πόλεων ἢ κρατῶν, πάσχω ἐκ στάσεως καὶ τῶν τοιούτων, ἡ Μίλητος νοσήσασα στάσι Ἡρόδ. 5. 28· νοσεῖ πόλις Σοφ. Ἀντ. 1015· ἐκεῖ νοσοῦμεν Εὐρ. Ἑλ. 581· νοσοῦσι καὶ στασιάζουσι Δημ. 22. 7, πρβλ. 123 ἐν τέλ.· ἀπόλωλεν καὶ νενόσηκεν ἡ Ἑλλὰς ὁ αὐτ. 121. 7· αἱ δὲ πόλεις ἐνόσουν ὁ αὐτ. 240. 27· πρβλ. νόσημα 3· ― παρ’ Ἡσύχ.: «νοσοῦν· στασίαζον».

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
ao. ἐνόσησα, pf. νενόσηκα;
être malade :
1 au sens phys. (avec l’acc. de la partie malade) : ν. ὦτα καὶ τὰ ὄμματα PLUT avoir mal aux oreilles et aux yeux ; ν. νόσον ESCHL être atteint d’une maladie ; τὸ νοσοῦν SOPH accès d’un mal, maladie;
2 en parl. de l’intelligence avoir l’esprit malade, être atteint de folie;
3 au mor. être atteint d’une passion, d’une manie, etc. ; ν. περὶ δόξαν PLUT avoir la passion de la gloire;
4 fig. en parl. d’un État être en mauvaise situation.
Étymologie: νόσος.

English (Strong)

from νόσος; to be sick, i.e. (by implication, of a diseased appetite) to hanker after (figuratively, to harp upon): dote.

English (Thayer)

νόσῳ; (νόσος); from (Aeschylus), Herodotus down; to be sick; metaphorically, of any ailment of the mind (ἀνηκέστω πονηρία νόσειν Ἀθηναιους, Xenophon, mem. 3,5, 18 and many other examples in Greek authors): περί τί, to be taken with such an interest in a thing as amounts to a disease, to have a morbid fondness for, περί δόξαν, Plato, mor., p. 546d.).