έριδα

Greek Monolingual

η (AM ἔρις, Μ και ἔριτα)
1. φιλονεικία, διένεξη, μάλωμα
2. λογομαχία, διαφωνία
3. διχόνοια
μσν.
1. συναγωνισμός
2. φρ. «στέκω εἰς ἔριταν» — φιλονικώ
αρχ.
1. ένοπλη ρήξη («ἔριν αἱματόεσσαν», Αισχύλ.)
2. άμιλλα, ανταγωνισμός, ζήλος («ἀγαθῶν ἔρις» — ο υπέρ του καλού ζήλος, Αισχύλ.)
3. φυσικό αξίωμα, αρχήπάντα κατ’ ἔριν γίνεσθαι», Ηράκλ.)
4. (ως κύριο όνομα) ἡ Ἔρις
α) η θεά, αδελφή του Άρη, που παρακινεί τους θνητούς σε πόλεμο, σε διχοστασίες
β) η θεά της διχόνοιας στον γάμο του Πηλέως και της Θέτιδος
5. φρ. «κατ’ ἔριν τινός», από αντιζηλία προς κάποιον, Ηρόδ.)
6. αττ. τ. αντί ἶρις.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ Άγνωστης ετυμολ. Τα παράγωγα ανθρωπωνύμια Αμφ-ήρι-τος, Αν-ήριτος οδηγούν στην υπόθεση ύπαρξης αρχικού θ. σε -ι, ενώ το -τ- είναι υστερογενές. Η υποτεθείσα σύνδεση με τα ερέθω, Ερινύς, ορίνω και με αρχ. ινδ. ari-, ari «εχθρός» είναι αμφίβολη.
ΠΑΡ. ερίζω
αρχ.
εριδαίνω, εριδμαίνω].