αέριος
Greek Monolingual
-ια, -ιο (Α ἀέριος, -ιον και -ιος, -ία, -ιον και ιωνικός τύπος ἠέριος, -ίη, -ιον)
ο σχετικός με τον αέρα και ειδικότερα: 1. αυτός που αποτελείται από αέρα, ο αερώδης
2. που μοιάζει με αέρα, λεπτός, ελαφρύς, αέρινος
νεοελλ.
1. που έχει μεταβληθεί σε αέρα, που έχει αεριοποιηθεί
2. (για τον βλαστό φυτού) το ορατό τμήμα του βλαστού, που βρίσκεται πάνω από το έδαφος
3. (για σφήκες) είδος μικρών σφηκών, που κρεμούν τις φωλιές τους στα κλαδιά ψηλών δέντρων
4. το ουδ. ως ουσ. το αέριο
μσν.
το ουδ. ως ουσ. τὸ ἀέριον το αερικό, ονομ. φόρου στο Βυζάντιο
αρχ.
1. ομιχλώδης
2. αυτός που βρίσκεται στον αέρα, ο εναέριος (αντίθ. χθόνιος)
3. απέραντος, πελώριος
4. άσκοπος, ανώφελος, μάταιος
5. «Αἰτίοι ἀέριοι», τίτλος συγράμματος του Δημοκρίτου.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἀήρ, ἀέρ-ος + -ιος- το ουδ. του επιθ. κατά παράλειψη του ουσ. σώμα (αέριον σώμα) χρησιμοποιήθηκε ως ουσιαστικό, για να δηλώσει τον ομώνυμο επιστημονικό όρο, και επίσης ως απόδοση του ξενικού gas.
ΠΑΡ. νεοελλ. αεριούχος, αεριώδης.
ΣΥΝΘ. νεοελλ. αεριαγωγός, αεριοβόλος, αεριογόνος, αεριοδοχεῖο, αεριοειδής, αεριόμετρο, αεριόμορφος, αεριοπαραγωγός, αεριοποιώ, αεριοπροωθούμενος, αεριοστεγής, αεριοστρόβιλος, αεριοσυμπιεστήρας, αεριοταμιευτήρας, αεριοτριβέας, αεριούχος, αεριοφόρος, αεριοφυλάκιο, αεριόφως, αεριοφωτισμός, αεριωθούμενος].