ανταπόδοση

Greek Monolingual

(AM ἀνταπόδοσις)
ανταμοιβή για το καλό ή τιμωρία για το κακό
νεοελλ.
μέθοδος καταναγκασμού που ασκείται από κράτος εναντίον άλλου κράτους, στο οποίο καταλογίζεται κάποια παράλειψη στις διεθνείς υποχρεώσεις του
αρχ.
1. εξόφληση, πληρωμή
2. κίνηση προς την αντίθετη κατεύθυνση
3. ο ήχος που εναρμονίζεται με κάποιον άλλο
4. εναλλαγή, αλληλοδιαδοχή
5. αντίδραση
6. παραλληλισμός ή αντίθεση φράσεων μέσα σε περίοδο ή ημιπερίοδο
7. η σχέση μεταξύ ανταποδοτικών (συσχετικών) αντωνυμιών.