ευαίσθητος
Greek Monolingual
-η, -ο (ΑΜ εὐαίσθητος, -ον)
αυτός που έχει ευερέθιστα αισθητήρια (δηλ. αντιλαμβάνεται γρήγορα τους εξωτερικούς ή εσωτερικούς ερεθισμούς και αντιδρά σ' αυτούς), ο ευπαθής, ο εύθικτος
νεοελλ.
1. αυτός που επηρεάζεται εύκολα από διάφορες καιρικές συνθήκες («ευαίσθητος στο κρύο ή στη ζέστη»)
2. ο ψυχόπονος, αυτός που συμπαθεί τους πάσχοντες («ευαίσθητος στον πόνο του άλλου»)
3. (για όργανα μετρήσεως) αυτός που είναι πολύ ακριβής («ευαίσθητο θερμόμετρο»)
4. φρ. «ευαίσθητη ψυχή» — αισθαντική ψυχή
αρχ.
1. (για πράγματα) παθ. αυτός τον οποίο είναι εύκολο να αισθανθεί ή να αντιληφθεί κάποιος
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ εὐαίσθητον
η ευαισθησία.
επίρρ...
ευαίσθητα (ΑΜ εὐαισθήτως)
νεοελλ.-μσν.
με ευαισθησία, με ταχεία αντίδραση τών αισθήσεων σε εξωτερικούς ή εσωτερικούς ερεθισμούς
μσν.-αρχ.
με ταχεία ευαισθησία, με γρήγορη αντίληψη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + αισθητός (< αισθάνομαι), πρβλ. αναίσθητος, ανεπαίσθητος. Η λ. είχε αρχικά τη σημασία «αυτός που τον αισθάνεται ή τον αντιλαμβάνεται κάποιος εύκολα» και, κατ' επέκταση, «αυτός που επηρεάζεται από εξωτερικά, ερεθίσματα και καταστάσεις». Απ' αυτή τη σημασία κατέληξε να σημαίνει τον πονόψυχο και ευσυγκίνητο].