ηθώ
Greek Monolingual
(Α ἠθῶ, -έω και σπάν. τ. ἤθω)
διηθώ, διυλίζω, στραγγίζω, σουρώνω, φιλτράρω
αρχ.
1. παθ. ἠθοῦμαι, -έομαι
στραγγίζομαι, διυλίζομαι, καθαρίζομαι, φιλτράρομαι
2. μτφ. αφήνω κάτι να περάσει, να διέλθει («ἐκ τετρημένης [τὴν ῥῆσιν] ἠθεῖ» — τήν αφήνει να διέλθει, Ηρώνδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Η μαρτυρουμένη μτχ. αόρ. ήσας και το παρ. ηθμός «φίλτρο» επιτρέπουν να υποθέσουμε την ύπαρξη αμάρτυρου παράλληλου ενεστώτος ήθω (όπως στην περίπτωση των στερώ-στέρομαι). Αν θεωρήσουμε το -θ- ως στοιχείο της κατάληξης (όπως στα αλή-θω, πλή-θω, οπότε και η-θμός κατά το ρυ-θμός), το ρ. συνδέεται με τον αρχ. σλαβ. ενεστ. pro-sějo (απρμφ. -sějati) «κοσκινίζω», από τον οποίο προέρχεται και το λιθ. sijoju (απρμφ. sijoti) «κοσκινίζω». Συνδέεται επίσης με το αρχ. ισλ. sāld «κόσκινο» που ανάγεται σε ΙΕ τ. sē-tlo- «κόσκινο». Σε παράλληλη ΙΕ ρίζα sei- ανάγονται το ρωσ. sito και το λιθ. sietas «κόσκινο», ενώ στη μηδενισμένη της βαθμίδα si- θα μπορούσε να αναχθεί το ἱ-μαλιά «αφθονία αλεύρων». Ανάλογη δασύτητα εμφανίζεται στο σύνθ. αφ-ηθώ «φιλτράρω».
ΠΑΡ. ήθημα, ήθηση, ηθητήρας, ηθμός
αρχ.
ηθάνιον, ηθητός
ΣΥΝΘ. διηθώ. αρχ. απηθώ, αποδιηθώ, αφηθώ, εισηθώ, εκδιηθώ, ενδιηθώ, εξηθώ, παραδιηθώ, παρηθώ, προδιηθώ, προσδιηθώ, υπηθώ].