κρᾶσις
English (LSJ)
κράσεως, ἡ (Ion. κρῆσις Hp.Vict.1.32): (κεράννυμι):—
A mixing, blending of things which form a compound, as wine and water, opp. mechanical mixture (defined as an εἶδος μίξεως in which the constituents are liquids, Arist.Top.122b26, cf. Stoic.2.153; περὶ κράσεως, title of work by Alex.Aphr.): first in A., τὴν δευτέραν γε κ. ἥρωσιν νέμω Fr.55, cf. Staphyl.9, Ath.10.426b (pl.); κράσεις ἠπίων ἀκεσμάτων modes of compounding... A. Pr.482; ἡ τῶν ἐναντίων κρᾶσις Pl. Lg.889c; τὴν τῶν νεύρων φύσιν ἐξ ὀστοῦ καὶ σαρκὸς κράσεως… συνεκεράσατο Id.Ti.74d; ἐκ κράσεως πρὸς ἄλληλα Id.Tht.152d; τὴν ἁρμονίαν κρᾶσιν καὶ σύνθεσιν ἐναντίων εἶναι Arist. de An.407b31; χρωμάτων ἀκριβὴς κρᾶσις Luc.Zeux.5, cf. Arist.Col.792a4.
2 temperature of the air, κρᾶσιν ὑγρὰν οὐκ ἔχων [αἰθήρ] E.Fr.779.2; τὰς ὥρας κ. ἔχειν τοιαύτην ὥστε… Pl.Phd.111b, cf. Poll.6.178; ἡ κρᾶσις τῶν ὡρέων temperate climate, Hp. Aër.12; ὅσα περὶ κράσεις climates, Arist.Pr.lib.xivtit.
3 temperament, of the body or mind, κρᾶσις σώματος ib.871a24, cf. 953a30; διανοίας ib.909a17; κρᾶσις μελαγχολική ib.954b8: pl., αἱ τῶν σωμάτων κράσιες Ti.Locr.103a, cf. Plot.3.1.6: so in Medic., Hp.Nat.Hom.4, etc.; περὶ κράσεων, title of work by Galen.
4 metaph., combination, union, κρᾶσις καὶ ἁρμονία τούτων ἡ ψυχή Pl.Phd.86b, cf. 59a; μουσικῆς καὶ γυμναστικῆς κρᾶσις Id.R.441e, etc.
5 Gramm., crasis, i.e. the combination of the vowels of two syllables into one long vowel or diphthong, e.g. τοὔνομα for τὸ ὄνομα, ἁνήρ for ὁ ἀνήρ, τἆρα for τοι ἄρα, A.D.Adv.128.2, EM822.56, etc.; also, synaeresis of vowels, e.g. εὖ for ἐΰ, ib.392.54; but opp. ἔκθλιψις and συναίρεσις, An.Ox.1.371.
German (Pape)
[Seite 1500] ἡ, das Mischen, die Mischung; bes. vom Mischen des Weins mit Wasser, ἡ τοῦ οἴνου πρὸς τὸ ὕδωρ, Ath. II, 45 d u. A. Auch Libation gemischtes Weins, Aesch. frg. 49. – Übh. von jeder Mischung (μίξις, Mengung), durch welche die gemischten Stoffe sich so innig verbinden, daß sie ihre eigene Natur verlieren u. zusammen einen neuen Stoff bilden; ἔδειξα κράσεις ἠπίων ἀκεσμάτων Aesch. Prom. 480; ἐκ κράσεως πρὸς ἄλληλα Plat. Theaet. 152 d; καί τις ἀήθης κρᾶσις ἀπό τε τῆς ἡδονῆς συγκεκραμένη ὁμοῦ καὶ ἀπὸ τῆς λύπης Phaed. 59 a; κρᾶσιν εἶναι καὶ ἁρμονίαν τὴν ψυχήν 86 b; μο υσικὴ καὶ γυμναστική Rep. IV, 441 e; von der Temperatur der Luft, Phaed. 111 b; vgl. ὡρῶν κρᾶσις Poll. 6, 178; χρωμάτων Luc. Zeux. 5. – Bei den Grammatikern die Verschmelzung zweier Sylben zu einem Mischlaute, τοὔλαιον statt τὸ ἔλαιον, θοἰμάτιον = τὸ ἱμάτιον.
French (Bailly abrégé)
κράσεως (ἡ) :
A. action de mêler, mélange (de choses qui se combinent en un tout, p. opp. à μῖξις, mélange de ch. qui peuvent rester distinctes);
B. I. objet résultant d'un mélange, mélange ; particul.
1 mélange d'eau et de vin;
2 alliage d'un métal;
II. température;
III. substance ou constitution d'un corps;
IV. fig. mélange de forces ou de qualités morales en parl. de l'âme;
V. t. de gramm.
1 crase;
2 contraction.
Étymologie: κεράννυμι.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κρᾶσις κράσεως, ἡ, Ion. κρῆσις [κεράννυμι] vermenging:; ἔδειξα κράσεις... ἀκεσμάτων ik leerde hun het mengen van geneesmiddelen Aeschl. PV 482; mengsel:; κ. ἐξ ὀστοῦ καὶ σαρκός een mengsel van botten en vlees Plat. Tim. 74d; overdr. combinatie:. μουσικῆς καὶ γυμναστικῆς κ. een combinatie van muziek en lichaamsoefening Plat. Resp. 441e. temperatuur, klimaat:. τὰς δὲ ὥρας κρᾶσιν ἔχειν τοιαύτην ὥστε ἐκείνους ἀνόσους εἶναι de seizoenen hebben een dusdanig klimaat dat die mensen geen ziekten kennen Plat. Phaed. 111b. geneesk. lichamelijke of geestelijke toestand temperament, gestel.
Russian (Dvoretsky)
κρᾶσις: κράσεως ἡ (дор. pl. κράσιες)
1 смешивание (в отличие от μῖξις - полное), слияние (τῶν ἐναντίων и πρὸς ἄλληλα Plat.; θερμῶν καὶ ψυχρῶν Arst.);
2 способ смешивания, приготовление (κράσεις ἠπίων ἀκεομάτων Aesch.);
3 смесь, соединение, сочетание (ὀστοῦ καὶ σαρκός, μουσικῆς καὶ γυμναστικῆς Plat.; χρωμάτων Arst., Luc.);
4 досл. смешение воздушных течений, перен. климатические условия, температура (κρᾶσίν τινα ἔχειν Eur., Plat.);
5 грам. красис (слияние конечного гласного одного слова с начальным гласным следующего слова, обозначаемое знаком κορωνίς, напр. τἀληθές из τὸ ἀληθές, ὤνθρωπε из ὦ ἄνθρωπε).
Greek Monotonic
κρᾶσις: κράσεως, ἡ (κεράννυμι),
1. ανακάτεμα, ανάμειξη, συνδυασμός, σε Αισχύλ., Πλάτ.
2. θερμοκρασία αέρα, Λατ. temperies, σε Πλάτ.
3. μεταφ., συνδυασμός, συνένωση, στον ίδ.
4. στη Γραμματική, κράση, δηλ. συνδυασμός δύο συλλαβών σε ένα μακρύ φωνήεν ή δίφθογγο, π.χ. τοὔνομα αντί τὸ ὄνομα, ἀνήρ αντί ὁ ἀνήρ.
Greek (Liddell-Scott)
κρᾶσις: κράσεως, ἡ, (κεράννυμι) συνένωσις δύο πραγμάτων, ἐξ ἧς σχηματίζεται ἕν τι σύνθετον διὰ τῆς συνενώσεως, ὡς ἐν τῇ συνενώσει οἴνου καὶ ὕδατος· ἐνῷ τὸ μῖξις σημαίνει ἀνάμιξιν χωρὶς νὰ ἀποτελῆται σύνθεσις, οἷον ὅταν συμμιγνύωνται δύο εἴδη σίτου (ἢ ἴσως δυνάμεθα νὰ εἴπωμεν ὅτι κρᾶσις εἶναι χημικὴ ἕνωσις, μῖξις δὲ μηχανική)· ἐντεῦθεν, ἐπὶ κεκραμένου ποτηρίου οἴνου, Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 52, πρβλ. Ἀθήν. 45D, 426Β, κτλ.· κράσεις ἠπίων ἀκεσμάτων Αἰσχύλ. Πρ. 482· ἡ τῶν ἐναντίων κρ. Πλάτ. Νόμ. 889C· τὴν τῶν νεύρων φύσιν ἐξ ὀστοῦ καὶ σαρκὸς κράσεως… ξυνεκεράσατο ὁ αὐτ. ἐν Τιμ. 74D· ἐκ κράσεως πρὸς ἄλληλα ὁ αὐτ. ἐν Θεαιτ. 152D. 2) ἡ θερμοκρασία τοῦ ἀέρος, Λατ. temperies, κρᾶσιν ὑγρὰν οὐκ ἔχων αἰθὴρ Εὐρ. Ἀποσπ. 779. 2· τὰς ὥρας κρ. ἔχειν τοιαύτην ὥστε…, Πλάτ. Φαίδων 111Β· ὅσα περὶ κράσεις, κλίματα, Ἀριστ. Προβλ. 14 (ἐν τῇ ἐπιγραφ.). 3) μεταφορ., συνδυασμός, ἕνωσις, κρ. καὶ ἁρμονία τούτων ἡ ψυχὴ Πλάτ. Φαίδων 86Β, πρβλ. 59Α· μουσικῆς καὶ γυμναστικῆς κρ. ὁ αὐτ. ἐν Πολ. 441Ε, κτλ. 4) παρὰ Γραμμ., κρᾶσις, ἡ συγχώνευσις δύο φωνηέντων δύο λέξεων εἰς ἓν μακρὸν φωνῆεν ἢ δίφθογγον, π. χ., τοὔλαιον, τοὔνομα ἀντὶ τὸ ἔλαιον, τὸ ὄνομα, ἁνὴρ ἀντὶ ὁ ἀνήρ, τἆρα ἀντὶ τοι ἄρα.
Middle Liddell
κρᾶοις, κράσεως κεράννυμι
1. a mixing, blending, compounding, Aesch., Plat.
2. the temperature of the air, Lat. temperies, Plat.
3. metaph. combination, union, Plat.
4. in Gramm., crasis i. e. the combination of two syllables into one long vowel or diphthong, e. g. τοὔνομα for τὸ ὄνομα, ἁνήρ for ὁ ἀνήρ.
English (Woodhouse)
Mantoulidis Etymological
(=συνένωση δύο πραγμάτων, εἶναι χημική ἕνωση, ἐνῶ ἡ μείξη εἶναι μηχανική ἕνωση). Ἀπό τό κεράννυμι (=ἀνακατεύω), ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.
Translations
Bulgarian: смес; Danish: blanding; French: mélange; German: Mischung; Italian: mistura, mescola, mix, frammisto; Kurdish Central Kurdish: تێکەڵھ; Maori: ranunga; Norwegian Bokmål: blanding, miks or; Nynorsk: blanding, miks or; Persian: آمیزه, مخلوط; Polish: miks; Romanian: amestec, mixtură, amestecătură; Russian: смесь; Serbo-Croatian: mješavina; Spanish: mezcla; Swedish: blandning, mix; Ukrainian: суміш