ναστός

English (LSJ)

ναστή, ναστόν, (νάσσω)
A close-pressed, firm, Hp.Gland.16; κάλαμος, i.e. archer's reed, Arundo plinii, Dsc.1.85; of a tumour, Aët.15.8; σφυγμός Archig. ap. Gal.8.931: Comp., Id.ib.509.
2 solid, opp. κενός, Democr. ap. Arist.Fr.208, cf. Ph.1.330, Simp.in Cael. 295.5.
3 ναστός (sc. πλακοῦς), ὁ, well-kneaded cake, esp. used in sacrifice, cheesecake, Pherecr.108.5, Ar.Av.567, Pl.1142, Metag.6.3.
II c. gen., filled full of, πόλις ναστὴ ἀνδρῶν J.BJ6.9.4.

German (Pape)

[Seite 230] adj. verb. zu νάσσω, festgedrückt, geknetet, vollgedrückt, gestampft, Sp., πάντα πλήρη καὶ ναστά, S. Emp. adv. math. 7, 213. ὁ, dichter Kuchen, Opferkuchen, Ar. Plut. 1142, vgl. Schol. Nach Ath. III, 111 c auch ἄρτος ζυμίτης μέγας, aus Nicostrat. Von

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
1 foulé, pressé, compact, épais, solide;
2ναστός sorte de pâtisserie lourde.
Étymologie: adj. verb. de νάσσω.

Russian (Dvoretsky)

ναστός:νάσσω (sc. πλακοῦς) жертвенный пирог Arph.

Greek (Liddell-Scott)

ναστός: -ή, -όν, (νάσσω) ὁ πυκνῶς συμπεπιεσμένος, στερεός, Ἱππ. 273. 34· κάλαμος Διοσκ. 1. 114. 2) ναστὸς (ἐξυπ. πλακοῦς), ὁ, καλῶς ἐζυμωμένος πλακοῦς ἰδίως ἐν χρήσει κατὰ τὰς θυσίας, «τυρόπηττα», Φερεκρ. ἐν «Μεταλλεῦσιν» 1. 5, Ἀριστοφ. Ὄρν. 567, Πλ. 1142, Μεταγένης ἐν «Θουριοπέρσαις» 1, 3, κτλ. ΙΙ. μετὰ γεν., ἐντελῶς πλήρης τινός, μεστός, πόλις ναστὴ ἀνδρῶν Ἰωσήπ. Ἰουδ. Πόλ. 6. 9, 4. 2) τὸ ναστόν, λέξις τοῦ Δημοκρίτου, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ κενόν, Ἀριστ. Ἀποσπάσ. 102.

Greek Monolingual

-ή, -ὁ (ΑΜ ναστός, -ή, -όν) νάσσω
1. αυτός που έγινε με ισχυρή συμπίεση, πυκνά συμπιεσμένος, σφιχτός, πατικωμένος
2. αυτός που αποτελείται από την ίδια ύλη, από συμπιεσμένη μάζα, συμπαγής, στερεός, ο χωρίς κενό
(μσν. -αρχ.) το ουδ. ως ουσ. τὸ ναστόν
(για στρατ. παράταξη) πυκνότητα
αρχ.
1. αυτός που είναι γεμάτος από κάτι, πλήρηςπόλις ναστὴ ἀνδρῶν», Ιώσ.)
2. το αρσ. ως ουσ.ναστός
καλά ζυμωμένη πίτα που χρησιμοποιούσαν κυρίως στις θυσίες, είδος τυρόπιτας
3. (για τον σφυγμό) πυκνός
4. φρ. «ναστὸς κάλαμος» — το φυτό κάλαμος ο πλίνειος.

Greek Monotonic

ναστός: -ή, -όν, συμπιεσμένος· ναστός (ενν. πλακοῦς), ὁ, καλοζυμωμένος πλακούντας, γλύκισμα, τυρόπιτα, σε Αριστοφ.

Middle Liddell

ναστός, ή, όν
close- pressed: ναστός (sc. πλακοῦσ), a well-kneaded cake, cheese-cake, Ar.