οἴκησις

English (LSJ)

-εως, ἡ,
A the act of dwelling or the act of inhabiting, ἡ κατὰ τὴν χώραν αὐτόνομος οἴκησις Th.2.16; ποιέεσθαι οἴ. ὑπὸ γῆν Hdt.3.102; κοινωνεῖν τῆς οἰκήσεως = to share in residence, Arist.Pol. 1275a8; διάθεσιν… πρὸς οἴκησιν δεδωκώς Sammelb.5357.6 (v A.D.); right of residence, εἶναι αὐτοῖς… οἴκησιν Ἀθήνησι IG12.110.31.
2 management, administration, πόλεως Pl.Min.321b.
II house, dwelling, Hdt.9.94, A.Supp.1009, S.Ph.31, Pl.Prt. 321d, Aeschin. 1.124, etc.; ἔγκτησις γᾶς καὶ οἰκήσιος Delph.3(1).359 (iii B. C.); residence of a satrap, X.HG3.2.1; στρατηγικὴ οἴκησις. Wilcken Chr.385.67 (iii B. C.); κατασκαφὴς οἴκησις αἰείφρουρος = eternal prison in the caverned rock, of the grave, S.Ant.892; εἰς τὴν ἀΐδιον οἴκησιν X.Ages.11.16; lair of beasts, Id.Cyn.13.14, cf. Pl.Prt. 320e; bird's nest, Arist.HA614b31: in plural, of the scattered dwellings of people not yet collected in cities, Th.6.88, cf. οἰκέω B. 11; ἡ περὶ τὰ τῶν πόλεών τε καὶ οἰκήσεων διακόσμησις Pl.Smp. 209a, cf. Lg.681a: but the distinction is not always observed, cf. ib.685a, etc.
III inhabited district, διὰ τὸ τὴν οἴ. κεῖσθαι ταύτην πρὸς ἄρκτον Arist.Mete.363a3; inhabited portion of the globe, Hp. ap. Gal.Libr.Propr.6, Gem.5.43, al., Cleom.1.5, Ptol.Tetr.76, D.L.4.58, al.
IV family, household, GDI 1582 (Dodona).

French (Bailly abrégé)

εως (ἡ) :
I. action d'habiter, de s'établir;
II. habitation :
1 palais ; habitation en gén. ; particul. dernière demeure, tombe;
2 résidence, séjour.
Étymologie: οἰκέω.

German (Pape)

ἡ, das Wohnen, die Wohnung; οἴκησις δὲ καὶ διπλῆ πάρα, Aesch. Suppl. 987; ὁρῶ κενὴν οἴκησιν, Soph. Phil. 31; Ant. 883; οἴκησιν ποιεῖσθαι ὑπὸ γῆν, Her. 3.102; τῇ κατὰ τὴν χώραν αὐτονόμῳ οἰκήσει μετεῖχον οἱ Ἀθηναῖοι, Thuc. 2.16, öfter; κατάγειος, Plat. Prot. 320e; Rep. VII.514a; ἐν ἤθεσι καὶ ψυχαῖς τὴν οἴκησιν ἵδρυται, Symp. 195e, öfter; οἴκησιν παρέχειν πατρί, Aesch. 1.13; von Tieren, Xen. Cyn. 13.14.

Russian (Dvoretsky)

οἴκησις: εως ἡ
1 обитание, проживание (αὐτόνομος οἴ. Thuc.);
2 жилище, жилье, помещение (οἴκησιν ποιεῖσθαι ὑπὸ γῆν Her.);
3 руководство, управление (πόλεως Plat.);
4 местопребывание, обиталище: κατασκαφὴς οἴκησις Soph. подземная обитель, т. е. могила;
5 населенная область, край Arst.;
6 звериная нора, логовище (τῶν θηρίων Xen.);
7 гнездо (τῶν ὀρνέων Arst.).

Greek (Liddell-Scott)

οἴκησις: ἡ, (οἰκέω) ἡ πρᾶξις τοῦ κατοικεῖν ἢ ἐνοικεῖν, ἡ ἀνάγκη τῆς οἰκ. Θουκ. 2. 16· οἴκησιν ποιεῖσθαι ὑπὸ γῆν Ἡρόδ. 3. 102· κοινωνῶ τῆς οἰκ., ἔχω μέρος ἐν τῇ κατοικίᾳ, Ἀριστ. Πολιτικ. 3. 1, 3. 2) διοίκησις, κυβέρνησις, πόλεως Πλάτ. Μιν. 321Β. ΙΙ. οἰκία, κατοικία, Ἡρόδ. 9. 94, Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 1009, Σοφ. Φιλ. 31, Πλάτ., κτλ.· ἐπὶ τῆς κατοικίας σατράπου, μέγαρον, Ξεν. Ἑλλ. 3. 2, 1· κατασκαφής οἴκ. ἀείφρουρος, ἐπὶ τάφου, Σοφ. Ἀντ. 892· εἰς τὴν ἀΐδιον οἴκ. Ξεν. Ἀγ. 11, 16· ἐπὶ τῆς φωλεᾶς θηρίων, ὁ αὐτ. ἐν Κυν. 13, 14· ἐπὶ τῆς καλιᾶς πτηνοῦ, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 11, 1· - ἐν τῷ πληθ., ἐπὶ τῶν διεσπαρμένων οἰκημάτων τῶν ἀνθρώπων τῶν μήπω συνελθόντων εἰς πόλεις, Θουκ. 6. 88, πρβλ. οἰκέω Β. ΙΙ· αἱ τῶν πόλεών τε καὶ οἰκήσεων διακοσμήσεις Πλάτ. Συμπ.λ 209Α, πρβλ. Νόμ. 681Α· ἀλλ’ ἡ διάκρισις δὲν τηρεῖται πάντοτε, ὁ αὐτ. 685Α, κτλ. ΙΙΙ. κατῳκημένον μέρος χώρας, διὰ τὸ τὴν οἴκησιν κεῖσθαι ταύτην πρὸς ἄρκτον Ἀριστ. Μετεωρ. 2. 5, 19, πρβλ. Διογ. Λ. 4. 58.

Greek Monotonic

οἴκησις: ἡ (οἰκέω),·
I. 1. η πράξη της κατοίκησης, κατοικία, σε Ηρόδ., Αττ.
2. διοίκηση, διακυβέρνηση, σε Πλάτ.
II. σπίτι, κατοικία, τόπος διαμονής, σε Ηρόδ., Σοφ. κ.λπ.· κατασκαφὴς οἴκησις, λέγεται για τάφο, σε Σοφ.

Middle Liddell

οἴκησις, ιος, ἡ, οἰκέω
I. the act of dwelling, habitation, Hdt., Attic
2. management, administration, Plat.
II. a house, dwelling, residence, Hdt., Soph., etc.; κατασκαφὴς οἴκ. of the grave, Soph.

English (Woodhouse)

dwelling, house, sojourn, stay, being inhabited, dwelling place

Lexicon Thucydideum

habitatio, dwelling, abode, 1.6.1, 2.16.1, 2.17.1, 2.17.2, 6.88.4, [praeterea vulgo moreover in the common texts 6.4.3, ubi nunc where now οἴκισιν.]

Translations

dwelling

Arabic: مَنْزِل‎, سَكَن‎; Moroccan Arabic: سكنة‎; Azerbaijani: mənzil, ev; Basque: bizileku, bizitoki; Belarusian: жыллё; Bengali: মকান, মঞ্জিল; Bulgarian: жилище; Catalan: habitatge, vivenda; Central Sierra Miwok: ˀu·ču-; Chinese Mandarin: 住宅, 住所; Czech: obydlí; Danish: bolig, bopæl; Dutch: woning, woonst; Esperanto: loĝejo; Finnish: asunto, asumus; French: domicile, habitation; Galician: eido, vivenda, moranza, moradía, soxorno, lar; German: Wohnsitz, Wohnung, Behausung, Wohnstätte; Gothic: 𐌱𐌰𐌿𐌰𐌹𐌽𐍃; Ancient Greek: ἀναστροφή, δίαιτα, δῶ, δῶμα, ἕδος, ἕδρα, ἕδρανον, ἐμβιωτήριον, ἐνδιαιτητήριον, ἐνοίκιον, ἑστία, ἤθη, θεράπνη, κατοικία, οἴκημα, οἴκησις, οἰκητήριον, οἰκία, οἶκος, σκήνωμα, σταθμός, στέγα, στέγη; Hebrew: דירה‎, דיור‎, מגורים‎, שכן‎; Hungarian: lakás, lakóhely, otthon, lak; Ido: lojeyo; Italian: abitazione, residenza, dimora; Japanese: 居留, 住居, 住宅; Korean: 주거, 주택, 거류; Latin: domicilium; Low German: Wahnung, Wahnen, Wahnsitt; Macedonian: живеалиште; Manchu: ᠪᠣᠣ; Maori: tuohunga; Middle English: dwellynge, herberwe; Norman: d'meuthe; Old Norse: bo, bú; Old Turkic: 𐰋‎; Orok: дуку; Pashto: کور‎, خونه‎; Plautdietsch: Wonunk; Polish: mieszkanie; Portuguese: domicílio, moradia; Romanian: locuință, domiciliu; Russian: жилище, жильё; Scottish Gaelic: còmhnaidh; Slovak: obydlie; Slovene: bivališče, domovanje; Spanish: domicilio, morada, residencia, casa; Swedish: bostad, boning; Thai: ชุมรุม, ทำเนียบ, เวสน์; Turkish: ev, konut; Ugaritic: 𐎎𐎌𐎋𐎐𐎚; Ukrainian: житло, помешкання; Vietnamese: chổ ở; Walloon: dimorance, lodjisse