παράπηγμα

English (LSJ)

-ατος, τό,
A astronomical and meteorological calendar, inscribed on stone, the days of the months being inserted on movable pegs at the side of the text (see the extant specimen, Berl.Sitzb. 1904.102), π. ἐνιαύσιον Cic.Att.5.14.1, cf. Gem. 17.6 (pl.), Ph.1.173 (pl.); Παράπηγμα, name of astron. and meteorol. work by Democritus, D.L.9.48; π. chronological annals, D.S.1.5.
II rule, π. καθολικόν S.E.M.1.223, cf. 269; ἰδιωτικὸν π. M.Ant.9.3.

German (Pape)

[Seite 493] τό, alles an Etwas Befestigte, Anschlag, bes. eine Tafel, auf der Gesetze oder Verfügungen, Beobachtungen über den Lauf der Gestirne u. dgl. verzeichnet und aufgestellt sind, Kalender, Sp., vgl. D. Sic. 1, 5, τοὺς πρὸ τῶν Τρωϊκῶν χρόνους οὐ διοριζόμεθα βεβαίως διὰ τὸ μηδὲν παράπηγμα παρὰ τούτων παρειληφέναι περὶ τούτων πιστευόμενον, keine beglaubigte Angabe der Zeiten. Übertr. auch Vorschrift, Regel, τῆς ἀναλογίας, Sext. Emp. adv. gramm. 240, öfter.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
1 tableau qu'on appose le long d'un mur;
2 tableau ou abrégé des principes d'une science ; principes, règles.
Étymologie: παραπήγνυμι.

Russian (Dvoretsky)

παράπηγμα: ατος τό
1 перечень, запись: π. ἀμέθοδον Sext. бессвязный перечень;
2 расписание: ἀστρονομίης π. Diog. L. астрономическая таблица, календарь; π. ἱστορικόν Diod. хронологическая запись, летопись;
3 грам. правило, положение (τῆς ἀναλογίας Sext.).

Greek (Liddell-Scott)

παράπηγμα: τό, πᾶν ὅ,τι ἐμπήγεται πλησίον, μάλιστα πινακίς, ἐφ’ ἦς ἐγράφοντο νόμοι, χρονολογικαὶ ἢ ἀστρονομικαὶ παρατηρήσεις, κτλ., εἶδος ἡμερολογίου, π. ἐνιαύσιον Κικ. πρὸς Ἀττ. 5. 14, 1· «παράπηγμα· κανών, καὶ εἶδός τι ὀργάνου ἀστρονομικοῦ» Φώτ., κτλ.· Παράπηγμα, τὸ ὄνομα ἀστρονομικοῦ τινος συγγράμματος τοῦ Δημοκρίτου, Διογ. Λ. 9. 48· π. ἱστορικόν, χρονολικὴ ἱστορία, χρονικόν, Διόδ. 1. 5, ἴδε Σαλμασ. εἰς Salin. σελ. 526. ΙΙ. κανών, τάξις, παράγγελμα, ἀπόφθεγμα, Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 1. 223, 269, Μᾶρκ. Ἀντωνῖν. 9. 3.

Greek Monolingual

το, ΝΜΑ παραπήγνυμι
νεοελλ.
1. πρόχειρο οίκημα κατασκευασμένο από σανίδες, η παράγκα
2. στον πληθ. τα παραπήγματα
α) όλα τα πρόσθετα μέρη που βρίσκονται πάνω στο κατάστρωμα και στα τοιχώματα του σκάφους, όπως τα ακροστόλια, τα δρύφακτα, οι εξώστες κ.λπ.
β) αυθαίρετοι οικισμοί, εκτός σχεδίου πόλεως, οι οποίοι βρίσκονται κατά κανόνα στις παρυφές τών αστικών κέντρων
μσν.
ιδίωμα, ιδιότητα («ἔχων τι ὅμως καὶ ὡς ἁνθρωπος καὶ παράπηγμα κακίας», Ευστ.)
αρχ.
1. καθετί που μπήγεται κοντά, παραπλεύρως
2. πινακίδα στην οποία γράφονταν νόμοι, χρονολογικές και αστρονομικές κ.ά. παρατηρήσεις, είδος αστρονομικού και μετεωρολογικού ημερολογίου
3. χρονολογική ιστορία, χρονικό
4. κανόνας, γνώμονας, υπόδειγμα
5. (ως κύριον όν.) Παράπηγμα
τίτλος αστρονομικού και μετεωρολογικού συγγράμματος του Δημοκρίτου.