παραπήγνυμι

From LSJ

ὑπόσχεσιν τὸ πρᾶγμα γενναίαν ἔχει → the affair holds a noble promise

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παραπήγνῡμι Medium diacritics: παραπήγνυμι Low diacritics: παραπήγνυμι Capitals: ΠΑΡΑΠΗΓΝΥΜΙ
Transliteration A: parapḗgnymi Transliteration B: parapēgnymi Transliteration C: parapignymi Beta Code: paraph/gnumi

English (LSJ)

(also
A παραπηγνύω Plu. 2.4c), fix beside or near, as a spear in the ground, Hdt.4.71:—in Med., of stakes to support vines, χάρακα παραπήξασθαι ταῖς ἀμπέλοις Poll.1.224: hence, metaph. in Act., παραινέσεις π. τοῖς νέοις Plu. l. c.; also, engraft a twig, Id.2.640f.
2 of Gramm., add by way of note, Eust. 190.33, 300.22, etc.
II Pass., with pf. 2 -πέπηγα, to be fixed beside, of spears, παρὰ δ' ἔγχεα μακρὰ πέπηγεν Il.3.135; ἔνθεν καὶ ἔνθεν τὰ ξύλα π. Hp.Fract. 13; of the pegs in a παράπηγμα 1, Berl.Sitzb. 1904.102 (Milet.).
2 to be affixed to, [τῷ βωμῷ] παρεπεπήγεσαν δᾷδες Callix.2; to be engrafted, Thphr. CP 5.6.10: metaph., αἱ λῦπαι ταῖς ἡδοναῖς παραπεπήγασι are annexed to... Isoc. 1.46; ταῖς βασιλείαις ὸ φθόνος παρεπεπήγει Lib. Or.59.151, cf. Hierocl.in CA25p.475M.
3 to be petrified, Luc. Im.1.
III Med., register as on α παράπηγμα 1, τὰ τοῦ κόσμου παθήματα πρὸς τὸν αἰῶνα Pl.Ax.370c.

German (Pape)

[Seite 493] und παραπηγνύω (s. πήγνυμι), daneben, dabei befestigen, Plut. u. a. Sp.; das perf. παραπέπηγα, dabei festgesteckt sein, daran haften, σάρισσαι παραπεπηγυῖαι, Plut. Aemil. Paull. 32; übertr., αἱ λῦπαι παραπεπήγασι ταῖς ἡδοναῖς, Isocr. 1, 46, sind damit verbunden; vgl. S. Emp. pyrrh. 3, 195. – Med. bes. in einem Kalender, παράπηγμα, verzeichnen, τὰ τοῦ κόσμου παθήματα παραπήξασθαι Plat. Ax. 370 c, u. Gramm., dabei bemerken, auch im act.

French (Bailly abrégé)

f. παραπήξω, pf. avec sens intr. παραπέπηγα;
I. tr. ficher auprès de, attacher ou fixer en enfonçant à côté ou auprès;
II. intr. (au pf.);
1 être fiché auprès;
2 être fixé, attaché ou lié à, τινι;
3 fig. être debout à côté de qqn, immobile de stupeur, de crainte.
Étymologie: παρά, πήγνυμι.

Greek Monolingual

και παραπηγνύω ΜΑ
προσθέτω κάτι ως υποσημείωση
αρχ.
1. μπήγω κάτι κοντά σε κάτι άλλο (α. «παραπήξαντες αἰχμὰς ἔνθεν καὶ ἔνθεν τοῦ νεκροῦ», Ηρόδ.
β. «παρὰ δ' ἔγχεα μακρὰ πέπηγεν», Ομ. Ιλ.)
2. μτφ. εμφυτεύω κάτι κοντά σε κάτι άλλο («αἱ λῡπαι ταῖς ἡδοναῖς παραπεπήγασι», Ισοκρ.)
3. (σχετικά με φυτό) εγκεντρίζω, ενοφθαλμίζω («τὰ πολυκαρπότερα τῶν φυτῶν ἐκλεγόμενοι παραπηγνύουσιν», Πλούτ.)
4. ορίζω νόμο
5. μέσ. παραπήγνυμαι και παραπηγνύομαι
α) μπήγω πασσάλους για υποστήριξη φυτών και ιδίως της αμπέλου
β) αναγράφω σε πινακίδα («τὰ τοῦ κόσμου παθήματα παραπήξασθαι πρὸς τὸν αἰῶνα», Πλάτ.)
6. παθ. απολιθώνομαι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)- + πήγνυμι «καρφώνω, παγώνω»].

Greek Monotonic

παραπήγνῡμι: και -ύω, μέλ. -πήξω, μπήγω ή στερεώνω κοντά σε, σε Ηρόδ. — Παθ., με παρακ. βʹ πέπηγα, είμαι τοποθετημένος στο έδαφος δίπλα από κάτι, σε Ομήρ. Ιλ.· είμαι στέρεα τοποθετημένος σε κάτι, με δοτ., σε Ισοκρ.

Russian (Dvoretsky)

παραπήγνῡμι:
1 втыкать, вбивать (αἰχμὰς ἔνθεν καὶ ἔνθεν Her.);
2 внедрять, внушать (τὰς ὑποθήκας τοῖς νέοις Plut.);
3 (pf. παραπέπηγα) быть воткнутым (παρὰ δ᾽ ἔγχεα πέπηγεν Hom.);
4 (плотно), примыкать, быть тесно связанным, (αἱ λῦπαι παραπεπήγασι ταῖς ἡδοναῖς Isocr.);
5 med. закреплять, фиксировать, отмечать, записывать (τὰ τοῦ κόσμου παθήματα Plat.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

παρα-πήγνυμι en παρα-πηγνύω vasthechten, in de grond steken:; π. αἰχμάς speren in de grond steken Hdt. 4.71.4; perf. intrans. in de grond staan:; παρὰ δ’ ἔγχεα μακρὰ πέπηγεν ernaast stonden lange speren in de grond Il. 3.135; ἔνθεν καὶ ἔνθεν τὰ ξύλα παραπέπηγεν aan weerszijden zijn houten spalken vastgemaakt Hp. Fract. 13; overdr.:; παραπεπηγέναι σοι ἴδοντες versteend naast u staan bij de aanblik van haar (Medusa) Luc. 43.1; med. vastleggen, registreren:. τὰ τοῦ κόσμου παθήματα παραπήξασθαι de hemelverschijnselen vastleggen (in de kalender) [Plat.] Ax. 370c.

Greek (Liddell-Scott)

καὶ -ύω μέλλ. -πήξω. Ἐμπήγω παραπλεύρως ἢ πλησίον ὡς δόρυ ἐν τῷ ἐδάφει, Ἡρόδ. 4. 71· ἢ χάρακας πρὸς ὑποστήριξιν φυτῶν, ἰδίως τῆς ἀμπέλου, Πλούτ. 2. 4C, πρβλ. Πολυδ. Α΄, 224· ὡσαύτως, ἐγκεντρίζω, ἐνοφθαλμίζω κλάδον, Πλούτ. 2. 640F. 2) ἐπὶ γραμμ., προστίθημι ἐν εἴδει σημειώσεως, Εὐστ. 190. 33., 300. 22, κτλ. ΙΙ. Παθ., μετὰ β΄ πρκμ. πέπηγα, ἐμπήγνυμαι πλησίον, παρὰ δ’ ἔγχεα μακρὰ πέπηγεν Ἰλ. γ. 135· ἔνθεν καὶ ἔνθεν τὰ ξύλα π. Ἱππ. περὶ Ἀγμ. 761. 2) ἐμπήγομαι εἴς τι, [τῷ βωμῷ] παρεπεπήγεσαν δᾷδες Καλλίξ. παρ’ Ἀθην. 202Β· μεταφορ., αἱ λῦπαι παραπεπήγασι ταῖς ἡδοναῖς, εἶναι στερεῶς παρηρτημέναι εἰς .., Ἰσοκρ. 12Β. ΙΙΙ. Μέσ., ὑποτυπῶ, ἀπεικονίζω, ἐπὶ πινακίδος (παραπήγματος), Πλάτ. Ἀξίοχ. 370C, πρβλ. Wyttenb. εἰς Πλούτ. 2. 4C.

Middle Liddell

and ύω fut. -πήξω
to fix or plant beside, Hdt.:—Pass., with perf. 2 πέπηγα, to be fixed in the ground beside, Il.: to be closely annexed to a thing, c. dat., Isocr.