προβλήτα
Greek Monolingual
η / προβλής, -ῆτος, ὁ, ἡ, Ν ΜΑ, τ. θηλ. προβλῆτις Α
νεοελλ.
1. κάθε φυσική ή τεχνητή προεκβολή της ξηράς η οποία εισχωρεί σε θάλασσα, λίμνη ή ποταμό και χρησιμεύει κυρίως για τη διευκόλυνση πλευρίσματος τών πλοίων, μόλος
2. φρ. «πλωτή προβλήτα»
ναυτ. πλωτή κατασκευή κατάλληλη για το πλεύρισμα και τη φόρτωση τών πλοίων, που εξυπηρετεί κυρίως τις φορτώσεις πετρελαίων σε περιοχές όπου καταλήγουν πετρελαιαγωγοί και οι οποίες δεν προσφέρονται για προσέγγιση
μσν.-αρχ.
επιθετικός προσδιορισμός για καθετί που προεξέχει, όπως λ.χ. η γενειάδα, τα φρύδια κ.ά. («προβλὴς γενειάς», Νόνν.)
αρχ.
1. ως επίθ. ο τοποθετημένος μπροστά, αυτός που προεκτείνεται, που προεξέχει («προβλῆτι σκοπέλῳ», Ομ. Ιλ.)
2. ως ουσ. φυσική προεκβολή ξηράς που εισχωρεί σε θάλασσα, ακρωτήριο («τον γε (ποταμὸν) εἴργουσιν προβλῆτες», Κόιντ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < προ- + -βλής (< βλής < θ. βλη-, πρβλ. ἐβλή-θην παθ. αόρ. του βάλλω), πρβλ. καταβλής. Ο νεοελλ. τ. προβλήτα < προβλής, -ῆτος, κατά τα θηλ. σε -α].