προκαταγιγνώσκω

English (LSJ)

A vote against beforehand, condemn by a prejudgement, τινος D.21.227, Plb.21.42.2, etc.; μὴ προκαταγίγνωσκ'... πρὶν ἄν γ' ἀκούσῃς ἀμφοτέρων Ar.V.919; μὴ προκατεγνωκέναι μηδέν not to prejudge in any point, D.18.2: generally, condemn, disapprove of in advance, Gal.12.260.
2 c. inf., π. ἡμῶν… ἥσσους εἶναι prejudge us and say we are... Th.3.53; σφῶν αὐτῶν π. ἀδικεῖν Lys.20.21; π. ἀδικεῖν (without τινος) And.1.3; also π. ὡς ἀδικῶ Aeschin.2.7.
3 π. τινὸς φόνον give a verdict of murder against one beforehand, Antipho 5.85; π. τινῶν ἄδικόν τι ib.4; ἀδικίαν τινός Lys.19.10.
4 π. θανατόν τινος pass sentence of death on before, D.S.18.60; τὴν τιμωρίαν αὐτὸς σαυτοῦ π. D.C.46.11.

German (Pape)

[Seite 728] (s. γιγνώσκω), vorher verurteilen od. verdammen, Ar. Vesp. 919; τινός; übh. durch ein vorausgefälltes Urtheil verdammen, vorher seine Meinung zum Nachtheil Jemandes aussprechen, ὑμῶν ἄδικόν τι, Antiph. 5, 4; τινὸς φόνον, ib. 85, wie ἀδικίαν τινός Lys. 19, 10; προκαταγνόντες ἡμῶν τὰς ἀρετὰς ἥσσους εἶναι, Thuc. 3, 53; Dem. 21, 227 u. A., wie Pol. 22, 25, 2; προκαταγνωστέον, Clem. Al.

French (Bailly abrégé)

f. προκαταγνώσομαι, ao.2 προκατέγνων, etc.
1 condamner d'avance : τινός, qqn;
2 se prononcer d'avance (par la pensée) contre qqn : τινὸς ἀδικίαν LUC juger d'avance une faute commise par qqn, préjuger la culpabilité de qqn.
Étymologie: πρό, καταγιγνώσκω.
Par. προκατακρίνω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

προ-καταγι(γ)νώσκω eerder veroordelen:; μὴ προκαταγίγνωσκ (ε)... πρὶν ἄν γ’ ἀκούσῃς ἀμφοτέρων veroordeel hem niet eerder dan dat je tenminste beide partijen gehoord hebt Aristoph. Ve. 919; met gen..; προκατέγνωκεν ὁ δῆμος τούτου de volksvergadering heeft hem eerder al veroordeeld Dem. 21.227; met gen. van pers. en acc. van misdrijf; μὴ προκαταγιγνώσκετε ἀδικίαν τοῦ εἰς αὑτὸν μὲν μικρὰ δαπανῶντος veroordeel niet iemand die voor zichzelf weinig uigaven doet bij voorbaat voor onrecht Lys. 19.10; met gen. en inf.. σφῶν αὐτῶν προκαταγνόντες ἀδικεῖν zichzelf bij voorbaat voor onrecht veroordelend Lys. 20.21. vooroordeel hebben (tegen), bevooroordeeld zijn (over); met gen. en inf.. προκαταγνόντες ἡμῶν τὰς ἀρετὰς ἥσσους εἶναι met als vooroordeel over ons dat onze kwaliteiten minder zijn Thuc. 3.53.4.

Russian (Dvoretsky)

προκαταγιγνώσκω: заранее осуждать Thuc., Arph., Dem., Polyb.: π. ἀδικίαν τινός Lys. предрешать чью-л. виновность; π. θάνατόν τινος Diod. заранее осуждать кого-л. на смерть.

Greek Monolingual

και προκαταγινώσκω Α
1. προδικάζω ή καταδικάζω εκ τών προτέρων με προσωπική απόφαση, πριν να ακούσω την κατηγορία ή την απολογία
2. φρ. α) «προκαταγιγνώσκω τινὸς φόνον» — αποφασίζω εκ τών προτέρων εναντίον κάποιου ότι είναι φονιάς
β) «προκαταγιγνώσκω θάνατόν τινος» — καταδικάζω κάποιον σε θάνατο εκ τών προτέρων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προ- + καταγιγνώσκω «καταδικάζω, κηρύσσω ένοχο»].

Greek Monotonic

προκαταγιγνώσκω: μέλ. -γνώσομαι,
1. καταψηφίζω ομόφωνα εκ των προτέρων, καταδικάζω με προηγούμενη απόφαση, με γεν. προσ., σε Δημ. κ.λπ.· απόλ., σε Αριστοφ.· μὴ προκατεγνωκέναι μηδέν, μην προδικάζεις τίποτα, σε Δημ.
2. με απαρ., προκαταγιγνώσκετε ἡμῶν ἥσσους εἶναι, μας καταδικάζεται εκ των προτέρων και λέτε ότι είμαστε κατώτεροι, σε Θουκ.
3. προκαταγιγνώσκω τί τινος, όπως το φόνον τινός, εκδίδω εκ των προτέρων καταδικαστική απόφαση για φόνο, σε Ρήτ.

Greek (Liddell-Scott)

προκαταγιγνώσκω: καταγινώσκω ἐκ τῶν προτέρων, καταδικάζω τινὰ κατὰ προηγουμένην ἰδίαν ἀπόφασιν, προδικάζω πρὶν ἢ ἀκούσω τὴν κατηγορίαν ἢ ἀπολογίαν, τινὸς Δημ. 586. 23, Πολύβ. κτλ.· μὴ προκαταγίγνωσκ’..., πρὶν ἂν γ’ ἀκούσῃς ἀμφοτέρων Ἀριστ. Σφ. 919· μὴ προκατεγνωκέναι μηδὲν Δημ. 226. 9. 2) μετ’ ἀπαρ., πρ. ἡμῶν… ἥσσους εἶναι, καταδικάζετε ἡμᾶς ἐκ τῶν προτέρων καὶ λέγετε ὅτι εἴμεθα..., Θουκ. 3. 53· οὕτω, σφῶν αὐτῶν πρ. ἀδικεῖν Λυσ. 160. 1. πρ. ἀδικεῖν (ἄνευ τοῦ τινός), Ἀνδοκ. 1. 18· καὶ πρ. ὡς ἀδικῶ Αἰσχίν. 29. 10. 3) πρ. τὶ τινος, οἷον, φόνον τινός, ἀποφασίζω ἐκ τῶν προτέρων κατὰ τινος ὡς φονέως, Ἀντιφῶν 139. 30· οὕτω, πρ. ἄδικόν τι ὁ αὐτ. 129. 40· ἀδικίαν τινὸς Λυσ. 152. 40· ― ἀλλά, πρ. θάνατόν τινος, καταδικάζω τινὰ εἰς θάνατον προηγουμένως, Διόδ. 18. 60, πρβλ. Δίωνα Κ. 46. 11. ― Ῥημ. ἐπίθ. προκαταγνωστέον, δεῖ προκαταγινώσκειν, Κλήμ. Ἀλ. 773.

Middle Liddell

[from προκαταγγέλλω fut. -γνώσομαι
1. to vote against beforehand, condemn by a prejudgment, c. gen. pers., Dem., etc.; absol., Ar.; μὴ προκατεγνωκέναι μηδέν not to prejudge in any point, Dem.
2. c. inf., πρ. ἡμῶν ἥσσους εἶναι to prejudge us and say we are inferior, Thuc.
3. πρ. τί τινος, as, φόνον τινός, to give a verdict of murder against one beforehand, Oratt.

Lexicon Thucydideum

praeiudicare (contemptim), to prejudge (scornfully), 3.53.4.