προνομή

English (LSJ)

ἡ,
A foraging, ἐξάγειν εἰς προνομάς X.Cyr.6.1.24; foray, προνομὴν or προνομὰς ποιεῖσθαι, Id.HG1.1.33, 2.4.25, cf. Aen. Tact.31.8; πεδία προνομὰς ἔχοντα suitable for foraging, Plu.Fab.6; provision of fodder, PFlor.388.81 (ii A. D.).
2 pl., also, foraging parties, σὺν προνομαῖς τὰ ἐπιτήδεια λαμβάνειν X.HG4.1.16, An.5.1.7, cf.Plb.4.73.4.
3 plunder, booty, LXX Nu.31.11, al., Phleg.Mir. 3.
4 store, provision, LXX 3 Ki.10.23.
II elephant's proboscis (cf. προνομαία), Plb.5.84.3, D.S.17.88 (pl.).
III = προνομία (privilege) 1, Luc.Sat. 17.

German (Pape)

[Seite 736] ἡ, 1) das Fouragiren, Futter Holen; ἐξάγειν εἰς προνομάς, Xen. Cyr. 6, 1, 24; σὺν προνομαῖς λαμβάνειν τὰ ἐπιτήδεια, An. 5, 1, 7, vgl. Hell. 4, 1, 16; προνομὴν ποιεῖσθαι, 1, 1, 33; Pol. u. a. Sp.; auch heißen die Fouragirenden selbst αἱ προνομαί, Pol. 4, 73, 4. – 2) der Rüssel des Elephanten, Pol. 5, 84, 3.

French (Bailly abrégé)

ῆς (ἡ) :
1 (πρό, en avant) action de fourrager ; αἱ προνομαί expédition pour se procurer du fourrage ; provision de fourrage;
2 (πρό, auparavant) droit d'être servi le premier dans un repas.
Étymologie: προνέμω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

προνομή -ῆς, ἡ [προνέμω] plundering:. προνομὴν ποιεῖσθαι plunderen Xen. Hell. 1.1.33 = προνομὰς ποιεῖσθαι Xen. Hell. 2.4.25. fouragering:. πεδίων ἐπιλαβέσθαι προνομὰς ἐχόντων zich meester maken van vlaktes die mogelijkheid tot fouragering boden Plut. Fab. 6.1. strooptocht:. σὺν προνομαῖς τὰ ἐπιτήδεια λαμβάνειν met strooptochten het benodigde voedsel stelen Xen. Hell. 4.1.16. = προνομία voorrecht, voorrang. Luc. 61.17.

Russian (Dvoretsky)

προνομή:
1 сбор кормов, фуражировка: προνομὴν и προνομὰς ποιεῖσθαι Xen. заготовлять фураж; πεδία προνομὰς ἔχοντα Plut. поля, пригодные для сбора фуража;
2 набег с целью сбора фуража: σὺν προνομαῖς λαμβάνειν τὰ ἐπιτήδεια Xen. собирать провиант путем набегов (на чужие поля);
3 хобот (sc. τοῦ ἐλέφαντος Polyb.);
4 Luc. = προνομία.

Greek Monolingual

η, ΝΜΑ
επιδρομή στρατιωτών σε εχθρική χώρα με σκοπό την κάλυψη επισιτιστικών αναγκών, προνομεία
νεοελλ.
στρ. σχηματισμός ιππικής μονάδας εφ' ενός ζυγού με αραιά διαστήματα μεταξύ τών ιππέων
αρχ.
1. ό,τι έχει αποκτηθεί με προνομή, τα λάφυρα, η λεία
2. η προμήθεια, το να προμηθεύει κανείς κάτι σε κάποιον άλλο
3. η προνομαία, η προβοσκίδα του ελέφαντα
4. η προνομία, το κατ' εξαίρεση δικαίωμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προ- + νομή (< νέμω)].

Greek Monotonic

προνομή: ἡ (προνέμω),
I. λεηλασία, εκστρατεία για αρπαγή, εισβολή για αρπαγή τροφίμων, σε Ξεν.· στον πληθ., οι ομάδες λεηλασίας, στον ίδ.
II. η προβοσκίδα ελέφαντα, σε Πολύβ.
III. = το επόμ., σε Λουκ.

Greek (Liddell-Scott)

προνομή: ἡ, ἐκδρομὴ στρατιωτῶν εἰς χώραν ἐχθρικὴν πρὸς συλλογὴν ἢ ἁρπαγὴν τροφῶν καὶ ἄλλων ἐπιτηδείων, ἐπισιτισμὸς ἐκ χώρας ἐχθρικῆς δι’ ἁρπαγῆς, ἐξάγειν εἰς προνομὰς Ξεν. Κύρ. 6. 1, 24· προνομὴν ἢ προνομὰς ποιεῖσθαι ὁ αὐτ. ἐν Ἑλλ. 1. 1, 33., 2. 4, 25· ― πεδία προνομὰς ἔχοντα, κατάλληλα πρὸς συγκομιδὴν φορβῆς, Πλουτ. Φάβ. 6. 2) ἐν τῷ πληθ. ὡσαύτως, στρατιωτικαὶ συνοδίαι πρὸς συλλογὴν τροφῆς, σὺν προνομαῖς τὰ ἐπιτήδεια λαμβάνειν, διὰ προνομευτῶν, διὰ στρατιωτῶν, δηλ. ὡρισμένων νὰ συλλέγωσι τὰ ἐπιτήδεια ἐκ τῆς χώρας τῶν πολεμίων, Ξεν. Ἑλλ. 4. 1, 16, Ἀν. 5. 1, 7, πρβλ. Πολύβ. 4. 73, 4. ΙΙ. τοῦ ἐλέφαντος ἡ προβοσκὶς (πρβλ. προνομαία), Πολύβ. 5. 84, 3. ΙΙΙ. = τῷ ἑπομ., Λουκ. Κρονοσόλ. 17.

Middle Liddell

προνομή, ἡ, προνέμω
I. a foraging, a foraging expedition, foray, Xen.: in plural, foraging parties, Xen.
II. an elephant's trunk, Polyb.
III. = προ-νομία, Luc.

English (Woodhouse)

foraging expedition, foraging party