σελίδα
Greek Monolingual
η / σελίς, -ίδος, ΝΜΑ
καθεμιά από τις δύο όψεις γραμμένου ή τυπωμένου χαρτιού
νεοελλ.
1. ναυτ. το πρόσθετο ζώμα τών λέμβων που βρίσκεται πάνω από την κουπαστή, αλλ. πέλλα
2. στον πληθ. οι σελίδες
μτφ. α) ιστορική πράξη, κατόρθωμα («ο στρατός μας έγραψε χρυσές σελίδες ηρωισμού»)
β) συνεκδ. το περιεχόμενο βιβλίου («ο Παπαδιαμάντης έχει γράψει ωραιότατες ηθογραφικές σελίδες»)
3. φρ. α) «γυρίζω [ή αλλάζω] σελίδα» — ξεχνώ
τα παλιά και κάνω μια καινούργια αρχή («μετά τον χωρισμό τους, γύρισε σελίδα»)
β) «ανοίγω νέα σελίδα» — εγκαινιάζω μια νέα αρχή, διανοίγω νέους δρόμους ή νέες προοπτικές σε έναν τομέα, ιδίως επιστημονικό
αρχ.
1. γραμμένη στήλη παπύρου («ἀρχόμενος πρώτης σελίδος», Βατραχομ.)
2. εδώλιο κωπηλάτη
3. εδώλιο θεάτρου
4. διαίρεση εδωλίων στο θέατρο, κερκίδα
5. λίθινη δοκός την οποία χρησιμοποιούσαν για την κατασκευή οροφής
6. χωμάτινη στήλη την οποία άφηναν ανεξόρυκτη κατά την εκσκαφή του εδάφους («διαλείπων σελίδας δι' ὅλου τοῦ πλάτους», πάπ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Τεχνικός όρος αβέβαιης ετυμολ. με επίθημα -ίς, -ίδος (πρβλ. σανίς, δοκίς). Στην ίδια ρίζα με τη λ. σελ-ίς ανάγεται και η λ. σέλ-μα (πρβλ. δέρμα). Η σύνδεση τών λ. με γερμ. τ. με σημ. «δοκάρι», πρβλ. αρχ. άνω γερμ. swelli προσκρούει τόσο σε μορφολογικές όσο και σε σημαιολογικές δυσχέρειες. Το ίδιο ισχύει και για τη σύνδεσή τους τόσο με το αγγλοσαξ. selma «κρεβάτι, σκελετός κρεβατιού» (πρβλ. «ἕλματα
σανιδώματα», Ησύχ.) όσο και με ΙΕ ρίζα twel- / twer- «λοξός, πλάγιος»].