σημάδι
Greek Monolingual
το / σημάδιον, ΝΜΑ
νεοελλ.
1. σημείο, σήμα, ένδειξη (α. «έβαλα σημάδι για να θυμάμαι το μέρος» β. «κι ό,τι σημάδι θέλω δει να σού το πω και σένα», Ερωτόκρ.)
2. στόχος για βολή, σκοπόσημο («δεν βλέπω καθαρά το σημάδι»)
3. σωματικό γνώρισμα («πες μου σημάδια του κορμιού, σημάδια της αγάπης. -Έχεις ελιά στο στήθος σου κι ελιά στην αμασχάλη», δημ. τραγούδι)
4. ουλή («η ευλογιά του άφησε σημάδια στο πρόσωπο»)
5. ίχνος, χνάρι, αποτύπωμα
6. ένδειξη για το μέλλον, οιωνός («αυτό είναι κακό σημάδι»)
7. μουσ. σημαδόφωνο
8. είδος λαϊκού παιχνιδιού, αλλ. ριζικάρι
9. φρ. α) «ρίχνω στο σημάδι» — ασκούμαι στην σκοποβολή
β) «τον έχω στο σημάδι» — τον χρησιμοποιώ ως στόχο, επιτίθεμαι συνεχώς εναντίον του
μσν.-αρχ.
ενέχυρο
αρχ.
σημαία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σῆμα + υποκορ. κατάλ. -άδι(ον), πρβλ. φυλλάδιον].