στηλιτεύω

English (LSJ)

A inscribe on a στήλη, τὴν κατάραν Plu.2.354b; record, τὰς ἀρετὰς ἐν ταῖς γραφαῖς Ph.2.2 (Pass.), cf. 2.24, al.:—Pass., τὰ ὀνόματα αὐτῶν ἐστηλιτεύθη Philoch.111.
2 = στηλοκοπέω, ἐστηλίτευσαν, ἐστηλιτευμένος cited among forms of punishment by Poll.8.73; οἱ ἀπογνωσθέντες ὑπ' αὐτῶν καὶ -ευθέντες held up to public scorn, Iamb.VP35.252.

German (Pape)

[Seite 941] auf eine Säule schreiben u. so öffentlich bekannt machen; τὴν κατάραν, Plut. Is. et Os. 8; bes. dadurch brandmarken, Sp.

French (Bailly abrégé)

inscrire sur une colonne, une stèle, publier, acc..
Étymologie: στηλίτης.

Russian (Dvoretsky)

στηλῑτεύω: записывать на стеле (τὴν κατάραν Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

στηλῑτεύω: ἀναγράφω ἐπὶ στήλης, τὴν κατάραν Πλούτ. 2. 354Β· σημειῶ, μνημονεύω, τὰς ἀρετὰς ἐν ταῖς γραφαῖς Φίλων 2. 2, πρβλ. 1. 206. ΙΙ. ἐπὶ κακῆς σημασίας, δημοσίᾳ ἀναγράφω καὶ ἐκθέτω, καὶ μεταφορ., ὀνειδίζω, ἐπιπλήττω βαρέως τινά, στιγματίζω, Ἐκκλ. ἐστηλιτευμένος, ἐστιγματισμένος ὡς ἄτιμος, Πολυδ. Η΄, 73, Ἡσύχ.

Greek Monolingual

ΝΜΑ στηλίτης
1. (στην αρχαιότητα) αναγράφω σε στήλη το όνομα ατόμου και την πράξη που έκανε, για διασυρμό και παραδειγματισμό
νεοελλ.
επικρίνω με δριμύτητα, στιγματίζω κάποιον φέρνοντας στη δημοσιότητα τις επονείδιστες πράξεις του
μσν.-αρχ.
αναφέρω, εξιστορώ
αρχ.
1. αναγράφω κάτι σε στήλη προκειμένου να το κοινοποιήσω («στηλιτεῦσαι τὴν κατάραν», Πλούτ.)
2. (το αρσ. μτχ. παθ. παρακμ.) ἐστηλιτευμένος
στιγματισμένος ως άτιμος
3. (το αρσ. πληθ. μτχ. παθ. αορ.) στηλιτευθέντες
αυτοί που έχουν εκτεθεί σε δημόσια περιφρόνηση.

Mantoulidis Etymological

(=μνημονεύω, τοιχοκολλῶ, στιγματίζω). Ἀπό τό στηλίτης (=αὐτός πού εἶναι γραμμένος στή στήλη δημόσια), πού παράγεται ἀπό τό στήλη τοῦ ἵστημι, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.