υπαναχώρηση
Greek Monolingual
η / ὑπαναχώρησις, -ήσεως, ΝΑ υπαναχωρώ
η βαθμιαία ή η κρυφή υποχώρηση
νεοελλ.
1. αναίρεση τών λεχθέντων, αποκήρυξη δοξασιών ή γνωμών τις οποίες υποστήριζε κάποιος
2. αθέτηση συμφωνίας
3. (νομ.) κατάσταση κατά την οποία μια απόπειρα μένει ατιμώρητη αν ο δράστης, μολονότι είχε αρχίσει την ενέργεια για τέλεση κακουργήματος ή πλημμελήματος, απέσχε τελικά από την ενέργεια με δική του βούληση και όχι λόγω εξωτερικών εμποδίων ή του επιβάλλεται μειωμένη ποινή αν, μολονότι αποπεράτωσε την ενέργειά του, παρεμπόδισε με δική του βούληση το αναγκαίο, για την τέλεση κακουργήματος ή πλημμελήματος, αποτέλεσμα που θα μπορούσε να προέλθει από αυτήν
4. φρ. «συμβατική υπαναχώρηση»
(νομ.) δικαίωμα που έχουν επιφυλάξει ο ένας ή μερικοί ή όλοι οι συμβαλλόμενοι να διαλύσουν δεδομένη σύμβαση και το οποίο ασκούν με δήλωσή τους οι ενδιαφερόμενοι, γεγονός που οδηγεί στην απόσβεση κάθε υποχρέωσης που προέκυπτε από τη σύμβαση και οι συμβαλλόμενοι είναι υποχρεωμένοι να αποδώσουν αμοιβαία οτιδήποτε έχουν λάβει.