υπόγειος

Greek Monolingual

-α, -ο / ὑπόγειος, -ον, ΝΜΑ και ὑπόγαιος, και ὑπόγεως, -ων, Α
1. αυτός που βρίσκεται ή που γίνεται κάτω από το έδαφος, κάτω από την επιφάνεια της Γης (α. «υπόγεια έκρηξη» β. «υπόγεια κρύπτη» γ. «ὑπόγειος βροντή», Αισχύλ.
δ. «ὑπόγαιον οἴκημα», Ηρόδ.)
2. το ουδ. ως ουσ. το υπόγειο(ν)
τμήμα ή διαμέρισμα κατοικίας ή οίκημα του οποίου το δάπεδο βρίσκεται κάτω από την επιφάνεια του γύρω εδάφους
νεοελλ.
φρ. α) «υπόγεια όργανα»
βοτ. τα όργανα τών φυτών που αναπτύσσονται μέσα στο έδαφος
β) «υπόγειοι καρποί»
βοτ. οι καρποί διαφόρων φυτών που σχηματίζονται μέσα στο χώμα, όπως λ.χ. της αραχίδας
γ) «υπόγεια βλάστηση»
βοτ. τρόπος βλάστησης τών σπερμάτων ορισμένων φυτικών ειδών, όπως είναι λ.χ. τα μπιζέλια ή τα κουκιά, κατά τον οποίο το υποκοτύλιο επιμηκύνεται ελάχιστα παραμένοντας κοντό και οι κοτυληδόνες παραμένουν μέσα στο σπέρμα ή δεν βγαίνουν στην επιφάνεια του εδάφους·δ) «υπόγειο νερό»
γεωλ. νερό που απαντά κάτω από την επιφάνεια της Γης, όπου καταλαμβάνει εξ ολοκλήρου ή εν μέρει τους κενούς χώρους στα εδάφη ή τα γεωλογικά στρώματα, αλλ. υποεπιφανειακό νερό
ε) «υπόγεια καλώδια»
(ηλεκτρολ.-τηλεπικ.) καλώδια κατασκευασμένα με τέτοιο τρόπο, ώστε να αντέχουν στις συνθήκες ταφής και ακαμψίας μέσα στο έδαφος για μεγάλο χρονικό διάστημα
αρχ.
1. αυτός που κινείται ή βρίσκεται κάτω από τη Γη («ἄστρα τὴν ὑπόγειον φορὰν ἐνεχθέντα» — άστρα που κατά την περιφορά τους βρίσκονται κάτω από τη Γη, Πλακίδ.)
2. το ουδ. ως ουσ. το ναδίρ
3. φρ. α) «ὀρύγματα υπόγαια» — τα ορυχεία
β) «ὑπόγειος οἶνος» — κρασί από το κελάρι.
επίρρ...
υπογείως και υπόγεια Ν
1. κάτω από το έδαφος
2. μτφ. δόλια, κρυφά («δρα υπογείως»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)- + -γειος / -γαιος (< γη βλ. λ.), πρβλ. μεσόγειος].