χάραξ

English (LSJ)

[χᾰ], ᾰκος, ὁ, also ἡ, (χαράσσω)
A pointed stake: esp.,
I vine-prop, pole, Ar.Ach.986, V.1201, Pax1263, Th.3.70, BGU 1122.17 (i B. C.): prov. ἐξηπάτησεν ἡ χ. τὴν ἄμπελον, of those who trust in a 'broken reed', Ar.V.1291.
II pale, used in fortifying the entrenchments of a camp, Id.Ach.1178, D.21.167; = Lat. vallus, Plb.1.29.3, 18.18.1:
2 collectively, = χαράκωμα, palisaded camp, Theophil.Com.9, SIG363.1 (Ephesus, iii B. C.), Men.77, Plu.Caes.17 (pl.), Jul.Or.2.60b; τὰν ἐκτὸς τοῦ χ. χώραν IG42(1).76.21 (Epid., ii B. C.); palisade, χάρακα βαλέσθαι πρὸς τῇ πόλει (v.l. χαράκωμα) D.18.87; = Lat. vallum, Plb.1.80.11, 3.45.5, al., Ev.Luc.19.43; χάρακα τίθεσθαι form an entrenched camp, D.H.6.29; χ. βαλέσθαι Plu.Aem.17, cf. Marc.18, etc.; βάλλειν Id.Sull.28; ἀποταφρεύειν, περιταφρεύειν, ib.21, Luc.31; διασπᾶν Id.Ant.18; χ. σεσιδηρωμένος καὶ ἁλύσεσι δεδεμένος D.S.19.83; χ. κύκλῳ τῆς νεώς Moschio ap.Ath.5.208d.
III cutting, slip, especially of an olive, Thphr. HP 2.1.2, CP5.1.[4], Gp.9.11.5; of other plants, Thphr. CP 1.12.9.
2 collectively, = ἀκανθώδη φυτά, Hsch.
IV a seafish, one of the breams, Sargus, Diph.Siph. ap. Ath 8.355e, Opp.H. 1.173; also a fish of the Red Sea, Ael.NA12.25.
V name of a bandage, Heliod. ap. Orib.48.31 tit., Sor.Fasc.17, Gal.18 (1).777. (Phryn.43 gives ἡ χ. in signf. 1, and in PSp.125B. gives ὁ χ. in signf. ΙΙ, cf. Poll.1.162; but this distinction is not observed by later writers.)

German (Pape)

[Seite 1336] ακος, ὁ, auch ἡ, – 1) Pfahl, Spitzpfahl, Pallisade, σιδήρου Ath. V, 208; – auch der Weinpfahl, an dem sich die Weinrebe emporrankt, in welcher Bdtg es nach den Gramm. allein fem. war, vgl. aber Lob. Phryn. 61; so Ar. Ach. 948 τὰς χάρακας ἧπτε πολὺ μᾶλλον ἐν τῷ πυρί, wo der Schol. bemerkt τοὺς πεπηγότας καλάμους ἐν τοῖς καλάμοις ἔκαιεν ἤγουν τὰς ἀμπέλους ἀπὸ μέρους; vgl. Schol. zu Ach. 1141 u. Vesp. 1201; τέμνειν χάρακας ἐκ τοῦ Διὸς τεμένους Thuc. 3, 70, vgl. mit Dem. 21, 167; ταῖς χάραξιν ἐπιπλέκων τὰ κλήματα Luc. Philops. 11. – 2) ein mit Pfählen u. Pallisaden umgebener, befestigter Ort, ein verpallisadirtes Lager; Pol. 18, 1,1. 3, 45, 5 u. öfter, u. Sp.; Poll. 9, 15 aus Theophil. com. – 3) ein Schnittling, bes. vom Oelbaume, Theophr. – 4) ein Meerfisch, Opp. Hal. 1, 173. – S. auch nom. pr.

French (Bailly abrégé)

ακος (ὁ ou ἡ)
I. (ἡ) pieu, particul. :
1 échalas pour la vigne;
2 pieu pour palissade ; au sg. collect. palissade;
II. (ὁ) au sg. ouvrage entouré de palissades, retranchement ; particul. camp retranché;
III. (ὁ) poisson de mer.
Étymologie: R. Χαρ, creuser.

Russian (Dvoretsky)

χάραξ: ᾰκος (χᾰ) ὁ и ἡ
1 тычина, подпорка Arph., Thuc., Plut.: ταῖς χάραξι περιπλέκειν τὰ κλήματα Luc. обвивать молодые побеги вокруг тычин; ἐξηπάτησεν ἡ χ. τὴν ἄμπελον погов. Arph. тычина обманула лозу, т. е. опора оказалась ненадежной;
2 жердь, кол Arph., Dem.; собир. колья: κόπτειν χάρακα Polyb. рубить (заготовлять) колья;
3 обнесенное частоколом место, вал с частоколом, укрепленный лагерь Men., Dem., Polyb., Plut., Diod.

Greek (Liddell-Scott)

χάραξ: -ᾰκος, ὁ καὶ ἡ, (χᾰράσσω) «παλοῦκι» εἰς ὀξὺ λῆγον· ἰδίως, ΙΙ. ῥάβδος δισχιδὴς κατὰ τὸ ἓν ἄκρον πρὸς ὑποστήριξιν τῶν κλημάτων ἀμπέλου, κοινῶς «καμάκι» (παρ᾿ Ὁμήρῳ κάμαξ, ἐστήκει δὲ κάμαξι, «κάμαξιν οὖν στύλοις, οἵ εἰσι ξύλα ὀρθὰ παραπεπηγότα ταῖς ἀμπέλοις» (Σχόλ.), Ἰλ. Σ. 563). Ἀριστοφ. Ἀχ. 986· - ἦσαν δὲ οὗ οἱ σπάνιοι ἐν τῇ Ἀττικῇ. ὅτ᾿ Ἐργασίωνος τὰς χάρακας ὑφειλόμην, ὅτε ἔκλεψα τὰς χάρακας τοῦ γεωργοῦ, «χάραξ δέ ἐστι τὸ λεπτὸν ξύλον, ᾧ προσδεσμοῦσι τὴν ἄμπελον, ἵνα μὴ ὑπὸ τῶν ἀνέμων συντριβῇ» (Σχόλ.), Ἀριστοφ. Σφ. 1201, Εἰρήν. 1263, πρβλ. Θουκ. 3. 70· - παροιμ., ἐξηπάτησεν ἡ χ. τὴν ἄμπελον Ἀριστοφ. Σφ. 1281. ΙΙ. ὡς τὸ σταυρός, παλούκια τὰ ὁποῖα μετεχειρίζοντο πρὸς ὀχύρωσιν στρατοπέδου, Ἀριστοφ. Ἀχ. 1178, Δημ. 568. 16. Λατ. vallus, Πολύβ. 18. 1, 1· - ἀκολούθως, 2) περιληπτικῶς, χαράκωμα, τόπος διὰ χαράκων περικεκλεισμένος, στρατόπεδον ὠχυρωμένον, χαράκωμα στρατοπέδου, εἶτ᾿ ἐν χάρακι μὲν ταῦτα καὶ παρεμβολῇ Θεόφιλος ἐν «Παγκρατιαστῇ» 2· πολλοὶ γὰρ ἐκλελοιπότες τὸν χάρακα τὰς κώμας ἐπόρθουν Μένανδρ. ἐν «Ἀσπίδι» 2· φραγμὸς διὰ χαράκων, χάρακα βαλέσθαι πρὸς τῇ πόλει (διάφορ. γραφ. Χαράκωμα) Δημ. 254. 27· ἀκολούθως συχν. παρὰ τοῖς συγγραφεῦσι Ρωμαϊκῶν ἱστοριῶν, εἰς δήλωσιν τοῦ vallum, Πολύβ. 1. 29, 3., 80, 11., 3. 45, 5, κ. ἀλλ.· χάρακα τίθεσθαι, σχηματίζειν ὠχυρωμένον στρατόπεδον, Διον. Ἁλ. 6. 29· χ. βάλλεσθαι Πλουτ. Αἰμίλ. 17, Μάρκελλ. 18, κλπ.· βάλλειν ὁ αὐτ. ἐν Σύλλ. 28· ἀποταφρεύειν, περιταφρεύειν αὐτόθι 21, ἐν Λουκούλλ. 31· διασπᾶν ὁ αὐτ. ἐν Ἀντων. 18· χάρακα σεσιδηρωμένον καὶ δεδεμένον ἁλύσεσιν Διόδ. 19. 83, πρβλ. Μοσχίωνα παρ’ Ἀθην. 208D. ΙΙΙ. μικρὸς κλάδοςβλαστός, μάλιστα τῆς ἐλαίας, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 2. 1, 2, π. Φυτ. Αἰτ. 5. 1, 4· ὡσαύτως καὶ ἄλλων φυτῶν, αὐτόθι 1. 12, 9· - περιληπτικῶς, θαμνώδη φυτά, Ἡσύχ. IV. θαλάσσιός τις ἰχθύς, Ὀππ. Ἁλ. 1. 173, Αἰλ. περὶ Ζ. 12. 25. (Κατὰ τοὺς παλαιοὺς γραμματ. ἡ λέξις χάραξ ἦτο γένους θηλ. μόνον ἐπὶ τῆς σημασίας στηρίγματος ἀμπέλου, ἄλλως δὲ ἀρσ., ἴδε Πολυδ. Α΄, 162· ἀλλ’ ἡ διάκρισις αὕτη δὲν τηρεῖται αὐστηρῶς, Λοβέκ. εἰς Φρύνιχ. 61).

English (Strong)

from charasso (to sharpen to a point; akin to γράφω through the idea of scratching); a stake, i.e. (by implication) a palisade or rampart (military mound for circumvallation in a siege): trench.

English (Thayer)

χαρακος, ὁ (χαράσσω);
1. a pale or stake, a palisade (Aristophanes, Demosthenes, others)).
2. a palisade or rampart (i. e. pales between which earth, stones, trees and timbers are heaped and packed together): Polybius; Josephus, Vita43; Arrian exp. Alex. 2,19, 9; Plutarch, others).

Greek Monolingual

-ακος, ο, ΝΜΑ, και ως θηλ. χάραξ, ἡ, Α
βλ. χάρακας.

Greek Monotonic

χάραξ: [χᾰ], -ᾰκος, ὁ, επίσης ἡ (χᾰράσσω), μυτερό παλούκι, ιδίως,
I. ράβδος για κλήματα ή πάσσαλος, σε Αριστοφ., Θουκ.
II. 1. παλούκι που χρησιμοποιείται για οχύρωμα, σε Αριστοφ., Δημ.
2. περιληπτικώς, = χαράκωμα, II, σε Δημ., Πολύβ.

Middle Liddell

χάραξ, ακος, [χᾰράσσω]
a pointed stake: esp.,
I. a vine-prop or pole, Ar., Thuc.
II. a pale, used in entrenchments, Ar., Dem.
2. collectively, = χαράκωμα II, Dem., Polyb.

Chinese

原文音譯:c£rax 哈拉克士
詞類次數:名詞(1)
原文字根:垣
字義溯源:垣,土壘,堤防;源自(χάραξ)X*=磨利),類似(γράφω / καταγράφω)=銘記*,刻)。比較: (φραγμός)=籬笆,圍牆
出現次數:總共(1);路(1)
譯字彙編
1) 土壘(1) 路19:43

English (Woodhouse)

pile, stake, prop for a vine

Mantoulidis Etymological

-ακος Ἀπό τό χαράσσω, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.