ἀγκύλος
English (LSJ)
[ῠ], η, ον, (ἄγκος)
A crooked, curved, τόξα Il.5.209, Od.21.264, etc.; ἅρμα Il.6.39; κάλαμος Theoc.21.47; of the eagle, ἀγκύλον κάρα beaked, Pi.P.1.8; ἀγκύλος ἐκ τῶν ὀδόντων Ant. Lib.22.6; of greedy fingers, hooked, Ar.Eq.205; of the movement of a snake, ἀγκύλος ἕρπων D.P.123.
II metaph.,
1 of style, intricate, circuitous, Luc.Bis Acc. 21; ἐριστικὸς καὶ ἀγκύλος τὴν γλῶσσαν catchy, Alciphr.3.64; in good sense, terse, D.H.Th.25 (Comp.). Adv. ἀγκύλως ib. 31; concisely, intricately, Procl. in Prm. p.525 S., Dam.Pr.187.
2 wily, crafty, Lyc.344; ἀγκυλώτεραι ἐνέδραι Archig. ap. Orib.8.2.24.
Spanish (DGE)
-η, -ον
• Prosodia: [-ῠ-]
I 1arqueado, curvo τόξα Il.5.209, 6.322, Od.21.264, A.R.3.157, ἅρμα Il.6.39, ἄροτρον Moschio Trag.6.9, κάλαμος Theoc.21.47.
2 curvo, ganchudo del águila ἀγκύλῳ κρατί Pi.P.1.8
•ganchudos o como garfios por codicioso ἀγκύλαις ταῖς χερσίν Ar.Eq.205, ἀγκύλα δάκτυλα Nonn.D.28.140
•torcido γούνατα Nonn.D.8.105.
3 retorcido, serpenteante de ríos ἵν' Ἵππαρις ἀγκύλος ἕρπει Call.Fr.43.42, cf. Nonn.D.13.317, ἴχνος Call.Fr.646, δράκων D.P.123, Nonn.D.7.328.
II fig.
1 del estilo y lenguaje retorcido, intrincado, capcioso (no siempre considerado negativamente) φράσις D.H.Th.25.4, Phlp.Aet.212.2, cf. Luc.Bis Acc.21, Iambl.in Nic.5, ἐριστικὸς καὶ ἀ. τὴν γλῶσσαν Alciphr.3.28.1, neutr. como adv. ἀγκύλον ἠρόμην Luc.Herm.15.
2 tortuoso, taimado, astuto de pers., Lyc.344, ἔνεδραι Archig. en Orib.8.2.25, μήδεα Nonn.Par.Eu.Io.1.48, τὸ διανόημα Sch.Er.Il.20.372a.
3 subst. τὰ ἀγκύλα prob. recursos del ingenio (Πλάτων) εἶχεν πολλὰ ἀγκύλα Anon.in Tht.3.44.
III adv. ἀγκύλως = retorcidamente, capciosamente ἀ. εἰρημένη D.H.Th.31.1, cf. Procl.in Prm.684, Dam.in Prm.187.
• Etimología: Deriv. de *ank-, cf. ἀγκών.
German (Pape)
[Seite 15] η, ον (ἄγκος, ἀγκών), gekrümmt, gebogen, bei Hom. vom Bogen, τόξα, Il. 5, 209 Od. 21, 264, ἅρμα Il. 6, 39; Pind. vom Adler, κρατὶ ἀγκύλῳ P. 1, 8; Ar. ἀγκύλαις χερσὶν ἁρπάζει, witzige Erkl. von ἀγκυλοχείλης, Eq. 204; ὄνυχες Plut. Gryll. 4; δρεπάνη Ep. ad. 176 (VI, 21). – Übertr. a) auf den Ausdruck: verwickelt, schwierig, ἀγκύλον ἠρόμην Luc. Hermot. 15; λόγοι Bisacc. 21 (καὶ λαβυρίνθοις ὅμοιοι); bei Dionys. H. lobend: abgerundet. – b) auf den Charakter, listig, Lyc. 344 λαμπουρίς, ähnl. βάσις 262.
French (Bailly abrégé)
English (Autenrieth)
English (Slater)
ἀγκῠλος curving, curved ἀγκύλῳ κρατὶ (of an eagle.) (P. 1.8)
Greek Monotonic
ἀγκύλος: [ῠ], -η, -ον (ἄγκος),
I. αγκυλωτός, κυρτός, λέγεται για το τόξο, σε Ομήρ. Ιλ.· αυτός που έχει ράμφος, γαμψή μύτη, σε σχέση με τον αετό, σε Πίνδ.· λέγεται και για τα άπληστα, αρπακτικά δάκτυλα, γαντζωμένα, σε Αριστοφ.
II. μεταφ. λέγεται για το ύφος, περίπλοκο, πολύπλοκο, μπερδεμένο, δυσνόητο, σε Λουκ.
Russian (Dvoretsky)
ἀγκύλος: (ῠ)
1 кривой, изогнутый (τόξα, ἅρμα Hom.; χεῖρες Arph.; ὄνυχες, σχῆμα Plut.; δρεπάνη Anth.);
2 с крючковатым клювом (κάρα, sc. αἰετοῦ Pind.);
3 запутанный (λόγοι Luc.): ἀγκύλον ἐρέσθαι Luc. задать головоломный вопрос.
Middle Liddell
ἄγκος
I. crooked, curved, of a bow, Il.: beaked, of the eagle, Pind.: of greedy fingers, hooked, Ar.
II. metaph., of style, crooked, intricate, Luc.