ἀνάδειξις

English (LSJ)

-εως, ἡ,
A showing forth: esp. public proclamation or appointment to an office, ἡ τῶν ὑπάτων ἀνάδειξις Plu.Mar.8; τῶν συναρχόντων ἡ ἀναγόρευσις καὶ ἀνάδειξις CG12: abs., ἡ ἀνάδειξις = the election, Cat.Mi. 44, 46.
2 ἡ ἀνάδειξις τοῦ διαδήματος ceremony of coronation, Plb.15.25.11 (pl.); dedication of temple, Str.8.6.23.
3 declaration, χρόνων LXX Si.43.6.
II (from Pass.) manifestation, of Osiris, D.S. 1.85, but rather from Act. in ἡ ἀ. αὐτοῦ πρὸς τὸν Ἰσραήλ Ev.Luc.1.80.

Spanish (DGE)

-εως, ἡ
I 1exhibición τοῦ διαδήματος coronación Plb.15.26.7, cf. 15.25.11
indicación χρόνων de la luna, LXX Si.43.6
dedicación de un templo, Str.8.6.23.
2 presentación, aparición pública ἕως ἡμέρας ἀναδείξεως αὐτοῦ πρὸς τὸν Ισραηλ Eu.Luc.1.80
epifanía de Osiris, D.S.1.85, ref. a la Encarnación, Cyr.Al.M.76.929A, a la Eucaristía, Basil.M.32.188B.
II proclamación, designación para un cargo τῶν ὑπάτων Plu.Mar.8
abs., Plu.Cat.Mi.44, 46, SB 7346.8 (I d.C.) en BL 2(2).134.

German (Pape)

[Seite 186] ἡ, die Ernennung zu einem Amte und Bekanntmachung dieser Wahl, τοῦ διαδήματος, die Krönung, Pol. 15, 26; ὑπάτων, Plut.

French (Bailly abrégé)

εως (ἡ) :
action de proclamer (magistrat, consul, etc.);
NT: désignation (par Dieu).
Étymologie: ἀναδείκνυμι.

Russian (Dvoretsky)

ἀνάδειξις: εως ἡ
1 провозглашение, избрание, назначение (на должность) (συναρχόντων, ὑπἀτων Plut.);
2 публичный показ: ἡ ἀ. τοῦ διαδήματος Polyb. венчание (на царство);
3 торжественное посвящение (τοῦ βοός, sc. Ὀσίριδος Diod.).

Greek Monolingual

η (Α ἀνάδειξις) ἀναδεικνύω
εκλογή σε αξίωμα, ανακήρυξη, αναγόρευση
νεοελλ.
εξύψωση, προαγωγή, προβολή
αρχ.
1. τελετή επίσημης αναγνώρισης ή καθιέρωσης
2. παρουσίαση, εμφάνιση.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνάδειξις: -εως, ἡ, τὸ ἀναδεικνύναι: ἰδίως ἡ δημοσία ἀνακήρυξις ἢ ὁ διορισμός τινος εἴς τινα θέσιν ἢ ὑπούργημα, Λατ. designatio, ἡ τῶν ὑπάτων ἀνάδ. Πλουτ. Μάρ. 8· τῶν συναρχόντων ἡ ἀναγόρευσις καὶ ἀνάδ. ὁ αὐτ. Γ. Γράκχ. 12: ἀπολ., ἡ ἀνάδειξις, ἡ ἐκλογή, ὁ αὐτ. Κάτων νεώτ. 44, 46: ― οὕτω καί, 2) ἡ ἀν. τοῦ διαδήματος, ἡ τελετὴ τῆς βασιλικῆς στέψεως, Πολύβ. 15. 26, 7: ἡ ἀφιέρωσις ναοῦ, Στράβ. 381. ΙΙ. (ἐκ τοῦ παθ.) ἐπιφάνεια ἢ ἐμφάνισίς τις τοῦ Ὀσίριδος, Διόδ. 1. 85, Ἐκκλ. ― Δὲν εἶναι βέβαιον ἂν αἱ λέξεις ἡ ἀνάδ. αὐτοῦ πρὸς τὸν Ἰσραὴλ Λουκ. α΄, 80, πρέπει νὰ ληφθῶσι μετὰ ἐνεργ. ἢ παθητ. ἐννοίας, πρβλ. Ἑβδ. (Σιράχ, μγ΄, 6).

English (Strong)

from ἀναδείκνυμι; (the act of) exhibition: showing.

English (Thayer)

(εως, ἡ (ἀναδείκνυμι, which see), a pointing out, public showing forth; τῶν χρόνων, a proclaiming, announcing, inaugurating, of such as are elected to office (Plutarch, Mark 8 ὑπάτων ἀνάδειξις (cf. Polybius 15,26, 7)): A. V. of his showing) to the people as the forerunner of the Messiah; this announcement he himself made at the command of God, Luke 3:2 ff).

Greek Monotonic

ἀνάδειξις: -εως, ἡ,
I. προκήρυξη εκλογών, ορισμός, τοποθέτηση, Λατ. designatio, σε Πλούτ.
II. (από την Παθ.), εμφάνιση, εκδήλωση, σε Καινή Διαθήκη

Middle Liddell

[from ἀναδείκνυμι
I. a proclamation of an election, an appointment, Lat. designatio, Plut.
II. (from Pass.) a manifestation, NTest.

Chinese

原文音譯:¢n£deixij 安那-得克西士
詞類次數:名詞(1)
原文字根:向上-顯示(著)
字義溯源:展覽,就職,顯明;源自(ἀναδείκνυμι)=展示);由(ἀνά)*=上,回復)與(δείκνυμι / δεικνύω)*=顯示)組成
出現次數:總共(1);路(1)
譯字彙編
1) 顯明(1) 路1:80