ἀναλάμπω

English (LSJ)

A flame up, take fire, X.Cyr.5.1.16; shine out, of the sun, Thphr. CP 4.13.6: metaph., ἀκτῖνες ἀρετῆς ἀ. Ph.1.335; flame up, of envy, Jul. ad Ath.274d.
II metaph., break out, as war, Plu.Sull.6, cf. 7.
2 of a person, come to oneself again, revive, Id.Brut.15, cf. 2.694f; blaze up with enthusiasm, Philostr.VA5.30.
III trans., cause to shine, φῶς Plu.Alex.30; λιθοκαλλέα μορφήν, of a sculptor, App.Anth.2.534 (Halic.).
2 illummate, τὸ ζοφερόν Heraclit.Ep.6.3.

Spanish (DGE)

I 1arder τὰ ξύλα οὐκ εὐθὺς ἀναλάμπει X.Cyr.5.1.16
fig. arder de entusiasmo, Philostr.VA 5.30, πόλεμος ... ἀναλάμψας Plu.Sull.6.
2 brillar, resplandecer ὁ ἥλιος ὅταν ἀναλάμψῃ Thphr.CP 4.13.6, πῦρ αὐτόματον ἀνέλαμψε D.C.54.9.6, cf. Plu.Sull.7
fig. ἀνέλαμψεν ὁ τοσοῦτος φθόνος Iul.ad Ath.274d, αἱ ἀρετῆς ἀκτῖνες Ph.1.335, cf. 277, 622, ἀναλάμψαι δύνασθαι τὴν φύσιν Clem.Al.Strom.5.1.3.
3 fig. revivir, reanimarse ἐμφαγόντες εὐθὺς ἀναλάμπουσι Plu.2.694f, cf. Brut.15.
II tr.
1 hacer brillar φῶς, ὃ πάλιν ἀναλάμψειε λαμπρὸν ὁ κύριος Plu.Alex.30
fig. de un escultor λιθοκαλλέα μορφήν GVI 616 (Halicarnaso II/III d.C.) σοῦ τὸ πρόσωπον LXX Ib.11.15, ὁ θεὸς εἰς ὅλον ἔτος ἀ. τὰς ἡμέρας Ach.Tat.4.19.6.
2 iluminar τὸ ζοφερόν Heraclit.Ep.6.3.

German (Pape)

[Seite 195] auflodern, τὰ ξύλα οὐκ εὐθὺς ἀναλάμπει, geraten nicht sogleich in Brand, Xen. Cyr. 5, 1, 15; vom Kriege, wieder entbrennen, Plut. Syll. 6; ἔρως Ant. 36; ἀρχή Demetr. 45; auch »wieder zu sich kommen, sich erholen«, Brut. 15.

French (Bailly abrégé)

f. ἀναλάμψω;
I. (ἀνά, en haut);
1 resplendir, briller;
2 s'enflammer, prendre feu;
II. (ἀνά, de nouveau);
1 se rallumer;
2 fig. se ranimer, reprendre ses sens.
Étymologie: ἀνά, λάμπω.

Russian (Dvoretsky)

ἀναλάμπω:
1 загораться, воспламеняться (τὰ ξύλα ἀναλάμπει Xen.);
2 перен. вновь разгораться, опять вспыхивать (ὁ πόλεμος ἐπὶ τὴν πόλιν ἀναλάμψας Plut.);
3 приходить в себя, оправляться: βραχὺ ἐμφαγόντες ἀναλάμπουσι Plut. поев немного, они набираются сил.

Greek (Liddell-Scott)

ἀναλάμπω: μέλλ. - λάμψω: (ἴδε λάμπω): ἐκπέμπω λάμψιν ἢ φλόγα, ἀναφλέγομαι, ἀνάπτω, Ξεν. Κύρ. 5. 1, 16· ἐκλάμπω, ἐπὶ τοῦ ἡλίου, Θεοφρ. Αἰτ. Φ. 4. 13, 6. ΙΙ. Μεταφ., ἐκρήγνυμαι ἐκ νέου, ἐπὶ πολέμου, Πλουτ. Σύλλ. 6, πρβλ. 7. 2) γίνομαι παρ’ ἐμαυτῷ, συνέρχομαι, ἀναζωογονοῦμαι, Βροῦτ. 15, πρβλ. 2. 694F.

Greek Monolingual

ἀναλάμπω)
εκπέμπω λάμψη ή φλόγα, ακτινοβολώ, λάμπω
νεοελλ.
ανακτώ την προηγούμενη αίγλη μου, ακμάζω εκ νέου
αρχ.
1. αναφλέγομαι, παίρνω φωτιά, ανάβω
2. (για πόλεμο) ξεσπώ και πάλι
3. (για πρόσωπα) συνέρχομαι, αναζωογονούμαι
4. κάνω κάτι να λάμψει.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνα- + λάμπω.
ΠΑΡ. ανάλαμψις
νεοελλ.
αναλαμπή].

Greek Monotonic

ἀναλάμπω: μέλ. -ψω,
I. αναφλέγομαι, παίρνω φωτιά, σε Ξεν.
II. μεταφ., εκρήγνυμαι εκ νέου, ξεσπώ εκ νέου, όπως ο πόλεμος, σε Πλούτ.
2. ανακτώ τις αισθήσεις μου, συνέρχομαι, αναζωογονούμαι, στον ίδ.

Middle Liddell

I. to flame up, take fire, Xen.
II. metaph. to break out anew, as war, Plut.
2. to come to oneself again, revive, Plut.