ἀνιχνεύω
English (LSJ)
(ἀνά, ἰχνεύω) track, as a hound, Il.22.192, cf. Arist.HA624a28 (of bees), AP5.301 (Agath.), Porph.Sent.43, Jul.Or.6.183b: generally, trace out, search out, Plu.Caes.69; χέρσον ἀ. Lyc.824:—also ἀνιχνεῖν, Epigr.Gr.270.
Spanish (DGE)
1 seguir la pista de un perro Il.22.192, de las abejas, Arist.HA 624a28, de pers. D.C.76.10.2, GVI 1382 (Cartaia IV/V d.C.), Nonn.D.29.375, Par.Eu.Io.18.4.
2 explorar χέρσον Lyc.824
•fig. investigar ὕβριν ἀ. δώματος ἀλλοτρίου AP 5.302.18 (Agath.), θεωρίαν Porph.Sent.43, τὰς δυνάμεις (τῆς ψυχῆς) Iul.Or.9.183b
•abs. Plu.Caes.69.
French (Bailly abrégé)
German (Pape)
aufspüren, vom Jagdhunde, Il. 22.192; übertragen, Plut. Caes. 69; vgl. Agath. 3 (V.302).
Russian (Dvoretsky)
ἀνιχνεύω:
1 выслеживать, разыскивать по следу (κύων ἀνιχνεύων Hom.); перен. разыскивать (διὰ γῆς πάσης τινά Plut.);
2 исследовать (τὴν ἀλήθειαν Plut.).
Greek (Liddell-Scott)
ἀνιχνεύω: (ἀνά, ἰχνεύω) ἀναζητῶ τὰ ἴχνη ὡς ὁ κυνηγετικὸς κύων, Ἰλ. Χ. 192, πρβλ. Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 9. 40, 13: ἐν γένει, ἀνιχνεύω, ἐξερευνῶ, ἀναζητῶ, Πλουτ. Καῖσ. 69· χέρσον ἀν. Λυκόφρ. 824: - ἀνιχνεύω ἐν Συλλ. Ἐπιγρ. 2372.
English (Autenrieth)
Greek Monolingual
(Α ἀνιχνεύω)
1. ερευνώ, ψάχνω κάτι παρακολουθώντας τα ίχνη του, ιχνηλατώ
2. αναζητώ, ψάχνω με προσοχή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αν(α)- + ιχνεύω.
ΠΑΡ. ανίχνευση
νεοελλ.
ανιχνευτής].
Greek Monotonic
ἀνιχνεύω: μέλ. -σω (ἀνά, ἰχνεύω), ανιχνεύω, εντοπίζω ως κυνηγετικό σκυλί, σε Ομήρ. Ιλ.· γενικά, ανιχνεύω, αναζητώ, εξερευνώ, σε Πλούτ.
Middle Liddell
[ἀνά, ἰχνεύω
to trace back, as a hound, Il.: generally, to trace out, Plut.