ἄρρυθμος

English (LSJ)

ἄρρυθμον, of sounds,
A unrhythmical, opp. εὔρυθμος, Pl.R. 400d; λέξις.. μήτ' ἔμμετρος μήτ' ἄ. Arist.Rh.1408b22. Adv. ἀρρύθμως, βαδίζειν = step out of time, Alex.263.2; ungracefully, Plu.Ant.29.
II metaph., in undue measure, E.Hipp.529 (lyr.); ill-proportioned, σώματα X.Mem.3.10.11; of persons, ἄ. ἐν τοῖς συγγράμμασιν Phld.Rh.2.135 S.

Spanish (DGE)

-ον
• Alolema(s): ἄρυσμος EM 151.1G.; ἄρυθ- S.Fr.25a, Phld.Rh.2.135, Demetr.Eloc.42, 117
I que no tiene un ritmo regular, arrítmico de sonidos op. εὔρυθμος Pl.R.400d, cf. Aristid.Quint.33.1, 4, 7
en ret., del discurso falto de cadencia τὸ δὲ σχῆμα τῆς λέξεως δεῖ μήτε ἔμμετρον εἶναι μήτε ἄρρυθμον Arist.Rh.1408b22, ὁ μὲν ἡρῷος οὐδὲ εὔρυθμος, ἀλλ' ἄ. Demetr.Eloc.42, cf. 117, 301, Phld.l.c., Coll.7.13
medic. arrítmico ref. al pulso, Gal.19.409.
II fig.
1 que no tiene medida ἔρως E.Hipp.529, cf. Hsch.
2 desproporcionado τὰ σώματα X.Mem.3.10.11, μῆκος ἄρρυθμον estatura desproporcionada Luc.Salt.27
que no tiene orden ἐὰν δ' ἀναιρεθῇ τὸ ἕν, πάλιν ἡ ἀόριστος δυὰς συγχέασα πᾶν ἄρρυθμον καὶ ἄπειρον ... ἐποίησεν Plu.2.429a, cf. EM l.c.
III adv. ἀρρύθμως = sin cadencia, desgarbadamente τὸ βαδίζειν ἀ. Alex.263.2
sin gracia συνέπαιζον οὐκ ἀ. Plu.Ant.29, cf. Ath.501d, χαρακτηρίζει δ' οὐκ ἀ. Ath.237d.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
I. sans rythme;
II. p. suite :
1 sans mesure;
2 mal proportionné.
Étymologie: , ῥυθμός.

Greek Monolingual

-η, -ο (AM ἄρρυθμος, -ον) ρυθμός
1. αυτός που δεν έχει ρυθμό ούτε αναλογία ή συμμετρία
2. ο ακατάστατος
αρχ.
ο αντίθετος, ο εχθρικός.

Greek Monotonic

ἄρρυθμος: -ον, λέγεται για ήχους, αυτός που δεν βρίσκεται σε ρυθμό, μη ρυθμικός, άρρυθμος, αντίθ. προς το εὔρυθμος, σε Πλάτ.· μεταφ., ασύμμετρος, άτακτος, σε Ευρ.· αυτός που έχει κακή αναλογία, δυσανάλογος, σε Ξεν.

German (Pape)

ohne Rhythmus, ohne Wohlklang, ohne Ebenmaß, dem εὕρυθμος entggstzt Plat. Rep. III.400d; καὶ ἀσχήμων φορά Epinom. 978a; σῶμα, unverhältnismäßig, Xen. Mem. 3.10.11; nicht übereinstimmend, feindlich, ἔρως Eur. Hipp. 539.
• Adv. ἀρρύθμως βαδίζειν, ungeschickt, Alexis bei Ath. I.21d.

Russian (Dvoretsky)

ἄρρυθμος:
1 неритмичный, нестройный (φορὰ Plat.; λέξις Arst.);
2 несоразмерный, нескладный (σῶμα Xen.);
3 чрезмерный, неумеренный (Ἔρως Eur.).

Middle Liddell

of sounds, not in rhythm or time, unrhythmical, opp. to εὔρυθμος, Plat.:—metaph. in undue measure, Eur.: ill-proportioned, Xen.