ἐξάλειπτρον
English (LSJ)
τό, unguent box, Ar.Ach. 1063, Antiph.208, LXX Jb.41.22(23), IG2.751Biid4, 11(2).161B125 (Delos, iii B. C.), etc.
Spanish (DGE)
-ου, τό
• Grafía: graf. ἐξάλιπτρον BGU 1300.10 (III/II a.C.)
• Prosodia: [-ᾰ-]
1 frasco, pomo para ungüento o perfume gener. para uso cosmético o en el banquete, Ar.Ach.1063, LXX Ib.41.23, tb. para uso médico, Antiph.206.3, cf. Poll.10.149, de dif. materiales y aspectos ἐξάλειπτρον ἐλεφάντινον, λεοντόβασις, ποικίλον IG 12(6).261.34 (Samos IV a.C.), cf. PYoutie 7.14 (III a.C.), (ξύλινον) IG 13.1456.4 (V a.C.), ἐξάλειπτρον ὑάλινον ἐν πλινθείῳ ID 1412a.32 (II a.C.), cf. Ath.Askl.5.67 (III a.C.), ἐξάλειπτρον τορευτὸν χρυσοῦν PLond.1960.12 (III a.C.), ἐξάλειπτρον ἔχον βάσιν δακτύλιον BGU l.c.
2 fig. ungüento purificador, remedio c. gen. τὸ μόνον τῆς λύπης ἐξάλειπτρον dicho de la Virgen María, Io.D.M.96.745A.
German (Pape)
[Seite 866] τό, die Salbbüchse, Ar. Ach. 1063 Antiphan. Poll. 4, 183.
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
boîte à onguents, boîte à parfums.
Étymologie: ἐξαλείφω.
Russian (Dvoretsky)
ἐξάλειπτρον: (ᾰ) τό флакон или ларчик с притираниями Arph.
Greek (Liddell-Scott)
ἐξάλειπτρον: τό, λήκυθος, ἀλάβαστρον ἐξ οὗ ἠλείφοντο οἱ δειπνοῦντες, Ἀριστοφ. Ἀχ. 1063, Ἀντιφάν. ἐν «Τραυματίᾳ» 2.
Greek Monolingual
ἐξάλειπτρον, το (Α) εξαλείφω
1. ειδικό δοχείο όπου έβαζαν αρωματική αλοιφή («ὑπεχ' ὧδε δεῡρο τοὐξάλειπτρον», Αριοτοφ.)
2. δοχείο, λήκυθος για άρωμα.
Greek Monotonic
Middle Liddell
ἐξάλειπτρον, ου, τό, n
an unguent-box, Ar. [from ἐξᾰλείφω]
Translations
remedy
Arabic: تِرْيَاق; Moroccan Arabic: دْوا; Asturian: remediu; Azerbaijani: tibb; Bashkir: дауа; Bengali: দাওয়াই, এলাজ; Bulgarian: лекарство; Catalan: remei; Chinese Mandarin: 治療/治疗, 療法/疗法; Czech: lék, léčba; Dutch: remedie; Finnish: lääke, parannuskeino, hoito; French: remède; Galician: remedio; German: Heilmittel; Greek: γιατρικό; Ancient Greek: ἀδιουτώριον, ἄκεσις, ἄκεσμα, ἄκεστρον, ἄκημα, ἄκος, ἀλαλκτήριον, ἀλέα, ἀλέξημα, ἀλέξησις, ἀλεξητήριον, ἀλέξιον, ἀλεξιφάρμακον, ἀλθεστήρια, ἄλθος, ἄλκαρ, ἀλκτήριον, ἀλκτήριον φάρμακον, ἀντίδοτον, ἀντίλυτρον, ἀντιπάθιον, ἀντίτομον, ἁρμονία, ἀφορμία, βοήθημα, βοήθησις, δύναμις, ἐγκυητήριον, ἔλαρ, ἐξάλειπτρον, εὕρεμα, εὕρημα, ἴαμα, ἴασις, ἰατρεῖον, ἰάτρευμα, ἰάτρευσις, ἴημα, ἴησις, ἰητρεῖον, μῆχος, παρηγόρημα, σχετήριον, τὸ ἀλεξητήριον, τὸ ἀντιπαθές, τὸ ἄρκιον, τὸ βοηθηματικόν, φαρμακεία, φαρμάκευμα, φαρμάκιον, φάρμακον, χραισμήϊον, χραίσμημα, χραίσμησις; Haitian Creole: remèd; Hebrew: מָזוֹר; Hindi: दरमन, इलाज, औषध; Hungarian: orvosság; Italian: rimedio, medicamento; Japanese: 療法; Korean: 요약(療藥); Latin: remedium; Malay: pengubat, rawatan; Maori: rongoā; Norman: r'miède; Occitan: remèdi; Persian: درمان; Polish: lekarstwo, lek; Portuguese: remédio; Romanian: remediu; Russian: лекарство, средство; Sanskrit: भेषज; Scottish Gaelic: leigheas, cungaidh, ìoc; Sindhi: عِلاجُ; Spanish: remedio; Swedish: botemedel; Tagalog: gamot, medisina, remedyo; Tocharian B: sāṃtke; Turkish: tıp; Walloon: riméde