ἐπισυναγωγή

English (LSJ)

ἡ,
A gathering or being gathered together, LXX 2 Ma.2.7, 2 Ep.Thess.2.1, etc.
b collection of a sum of money, IG12(3).1270.11 (Syme, ii/i B. C.).
2 collective view, table, ὁρίων Ptol.Tetr.44.
3 pl., successive additions, Id.Alm.2.7.
4 Astrol., aggregation of planets in contact, Porph.in Ptol.188.

German (Pape)

[Seite 987] ἠ, das noch dazu Zusammenbringen, die Versammlung, N.T. u. a. Sp.

French (Bailly abrégé)

ῆς (ἡ) :
1 rassemblement, réunion;
2 récapitulation, somme.
Étymologie: ἐπισυνάγω.

Russian (Dvoretsky)

ἐπισυνᾰγωγή:собрание, сборище NT.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπισυνᾰγωγή: ἡ, = συναγωγή, σύναξις, Ἑβδ. (Β΄ Μακκ. Β΄, 7), Β΄ Ἐπιστ. π. Θεσσ. β΄, 1, κτλ. 2) περιληπτικὴ θέα, Πρόκλ. παράφρ. Πτολ. σ. 67.

English (Strong)

from ἐπισυνάγω; a complete collection; especially a Christian meeting (for worship): assembling (gathering) together.

English (Thayer)

ἐπισυναγωγῆς, ἡ (ἐπισυνάγω, which see);
a. a gathering together in one place, equivalent to τό ἐπισυνάγεσθαι (ἐπί τινα, to one, assembly (of Christians): Hebrews 10:25.

Greek Monolingual

ἐπισυναγωγή, ή (AM) επισυνάγω
συγκέντρωση σ’ έναν τόπο («ἕως ἂν συναγάγῃ ὁ Θεὸς ἐπισυναγωγήν τοῦ λαοῦ», ΠΔ)
2. συγκέντρωση πιστών σε τόπο λατρείας
αρχ.
1. συγκέντρωση χρηματικού ποσού
2. περιληπτική θέα, σύνοψη
3. στον πληθ. αἱ ἐπισυναγωγαί
διαδοχικές προσθέσεις
4. αστρολ. σύνοδος πλανητών.

Greek Monotonic

ἐπισυνᾰγωγή: ἡ, συνάθροιση, συγκέντρωση, σε Καινή Διαθήκη

Middle Liddell

ἐπισυνᾰγωγή, ἡ, [from ἐπισυνάγω
a gathering or being gathered together, NTest.

Chinese

原文音譯:™pisunagwg» 誒披-尋-阿哥給
詞類次數:名詞(2)
原文字根:在上-共同-帶領(著)
字義溯源:全體聚集,聚集,聚會;源自(ἐπισυνάγω)=聚集在一處);由(ἐπί)*=在⋯上)與(συνάγω)=共同帶領)組成;其中 (συνάγω)又由(σύν / συνεπίσκοπος)*=同)與(ἄγω)*=帶領)組成
出現次數:總共(2);帖後(1);來(1)
譯字彙編
1) 聚會(1) 來10:25;
2) 聚集(1) 帖後2:1