ἐφέρπω

English (LSJ)

fut. ἐφέρψω A.Eu.500 (lyr.): aor. 1
A ἐφείρπῠσα Ar.Pl.675 (ἐφερπύσας is f.l. for ἐφερποίσας in Theoc.22.15):—creep upon, ἐπὶ [χύτραν] Ar. l.c.
II poet., come on or come over, come gradually upon or come stealthily upon, τινα A.Eu.314 (anap.); ἐπ' ὄσσοισι νὺξ ἐφέρπει E.Alc.269 (lyr.): abs., μήδ' ἐφερπέτω νόσος A.Eu.943 (lyr.).
2 abs., go forth, proceed, ib.500 (lyr.); especially in part., coming on, future, χρόνος ἐφέρπων Pi.O. 6.97; ἐφέρποισα κρίσις Id.Fr.131.5; τᾶς ἐφερπούσας νυκτός during the following night, IG4.952.15 (Epid.).

German (Pape)

[Seite 1115] (s. ἕρπω), heranschleichen u. übh. herankommen; χρόνος ἐφέρπων Pind. Ol. 6, 97; bes. von schlimmen Dingen, νόσος ἐφερπέτω Aesch. Eum. 903; ἐφέρψει κότος 477; μῆνις 304; σκοτία δ' ἐπ' ὄσσοισι νὺξ ἐφέρπει Eur. Alc. 399; sp. D., wie Theocr. 5, 83; auch in dor. Inscr.

French (Bailly abrégé)

1 ramper vers, se glisser vers ou jusqu'à, avec ἐπί et l'acc.;
2 s'avancer peu à peu : τινα vers qqn.
Étymologie: ἐπί, ἕρπω.

Russian (Dvoretsky)

ἐφέρπω:
1 подползать, подкрадываться (ἐπὶ χύτραν Arph.);
2 крадучись подходить, приближаться (τινά Aesch.);
3 наползать, надвигаться (σκοτία ἐπ᾽ ὄσσοις νὺξ ἐφέρπει Eur.);
4 идти, наступать, близиться (χρόνος ἐφέρπων Pind.).

Greek (Liddell-Scott)

ἐφέρπω: μέλλ. -ψω, Αἰσχύλ. Εὐμ. 500· ἀλλ’ ὁ ἐν χρήσει α΄ ἀόρ. εἶναι ἐφείρπῠσα. Ἀριστοφ. Πλ. 675 (ἐν Θεοκρ. 22. 15, ἀντὶ ἐφερπύσας ῡ, πιθ. ἀανγνωστέον ἐφερποίσας μετὰ τοῦ Kiessl., ἢ ἐπιβρίσας μετὰ τοῦ Λοβεκ.): πρβλ. ἕρπω. Ἕρπω ἐπάνω εἴς τι, ἐπὶ χύτραν Ἀριστοφ. ἔνθ’ ἀνωτ. ΙΙ. ποιητ., ἔρχομαι ἐπί τινα ἢ ἐπάνω εἴς τι, ἔρχομαι πρός τινα βραδέως ἢ κρυφίως, τινὰ Αἰσχύλ. Εὐμ. 314, 943· ἐπ’ ὄσσοισι νὺξ ἐφέρπει Εὐρ. Ἄλκ. 269. 2) ἀπολ., ἐπέρχομαι, ἐπιτίθεμαι, Αἰσχύλ. Εὐμ. 500· ἰδίως κατὰ μετοχ., ἐπερχόμενος, χρόνος ἐφέρπων Πινδ. Ο. 6. 164· ἐφέρποισα κρίσις ὁ αὐτ. ἐν Ἀποσπ. 96. 4.

English (Slater)

ἐφέρπω steal up of time. μὴ θράσσοι χρόνος ὄλβον ἐφέρπων (O. 6.97) δείκνυσι τερπνῶν ἐφέρποισαν χαλεπῶν τε κρίσιν (sc. ἁ ψυχά) fr. 131b. 4.

Greek Monolingual

ἐφέρπω (Α)
1. έρπω πάνω σε κάτι
2. έρχομαι προς κάτι ή προς κάποιον κρυφά ή αργά («ἐπ' ὄσσοισι νὺξ ἐφέρπει», Ευρ.)
3. έρχομαι («μήδ' ἐφερπέτω νόσος», Αισχύλ.)
4. προχωρώ, επιτίθεμαι
5. (για χρόνο) έρχομαιχρόνος ἐφέρπων», Πίνδ.)
6. επιγρ. φρ. «τὰς ἐφερπούσας δὲ νυκτός» — κατά τη διάρκεια της επόμενης νύκτας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + ἕρπω.

Greek Monotonic

ἐφέρπω: μέλ. -ψω, αλλά, αόρ. αʹ ἐφείρπῠσα·
I. 1. έρπω, σέρνομαι πάνω σε, σε Αριστοφ.
II. ποιητ., έρχομαι, πέφτω πάνω σε κάποιον, επέρχομαι σταδιακά ή μυστικά πάνω σε, τινά, σε Αισχύλ.· ἐπ' ὄσσοισι νὺξ ἐφέρπει, σε Ευρ.
2. απόλ., επέρχομαι, επιτίθεμαι, σε Αισχύλ.· στη μτχ., επερχόμενος, προοδευτικός, σε Πίνδ.

Middle Liddell

fut. ψω but the aor1 in use is ἐφείρπῠσα
I. to creep upon, Ar.
II. poet. to come on or over, come gradually or stealthily upon, τινά Aesch.; ἐπ' ὄσσοισι νὺξ ἐφέρπει Eur.
2. absol. to go forth, proceed, Aesch.; in part. advancing, future, Pind.