ἔνεροι
English (LSJ)
οἱ, those below, those beneath the earth, of the dead and the gods below, ἐνέροισιν ἀνάσσων Il.15.188, Hes.Th.850; ἄναξ ἐνέρων Il.20.61, etc.; βασιλεῦ ἐνέρων A.Pers.629 (anap.); ἐνέρων ἀρωγός, i.e. of the murdered Agamemnon, S.El.1391 (lyr.); οἱ ἔνεροι Pl.R. 387c, cf. Tab.Defix.99.9. (Perh. fr. ἔρα.)
Spanish (DGE)
-ον
• Alolema(s): más frec. compar. ἐνέρτερος Il.5.898; νέρτερος A.Pers.622; sup. ἐνέρτατος Il.5.898 (var.), Emp.B 35.3; νέρτατος Il.15.225 (var.), Hp.Oss.16
• Morfología: [fem. νέρτερος E.Ph.1020; plu. dat. -οισι(ν) Il.15.188]
1 que está debajo de la tierra, subterráneo ref. muertos y dioses infernales χθόνιοι E.Io 1441
•ἐνέρτερος, νέρτερος, mismo sign. οἵ περ ἐνέρτεροί εἰσι θεοί Il.15.225, cf. A.Pers.622, Eup.101.3, S.Ant.602, Orác. en Paus.4.9.4, ἡ ... νερτέρα θεός S.OC 1548, cf. E.Ph.1022, αὐγή tal vez del Sol occidental en rel. con el viaje de Odiseo al Hades Lyr.Adesp.7(a).3, πλάκες S.OC 1576, ὦ νέρτερ' ᾍδη E.Hel.969, χθών E.Alc.47, cf. 1073, νερτέρα κώπη = la barca de Caronte, E.Alc.459
•neutr. plu. como adv. ὃς ψυχὰς θνητῶν κατάγεις ὑπὸ νέρτερα γαίης Orph.H.57.2
•ἐνέρτερος c. valor compar. que está más abajo o por debajo κεν ... ἦσθα ἐνέρτερος Οὐρανιώνων Il.5.898
•subst. οἱ ἔνεροι, ἔνεροι = los de abajo, los de debajo de la tierra, los muertos ἐνέροισιν ἀνάσσων de Hades Il.15.188, cf. Hes.Th.850, ἄναξ ἐνέρων Hades Il.20.61, h.Cer.357, cf. A.Pers.629, Pr.572, Luc.Trag.197, ἐνέρων ... ἀρωγός Agamenón asesinado, S.El.1391, ἐνέρων ἱέρεαι las Erinis, E.Or.261, cf. Alc.30, Pl.R.387c, ἐνέροισι ἄνασσα Perséfone, A.R.3.862, cf. IG 3(3).99.9 (III a.C.?, cf. SEG 37.223), AP 7.467 (Antip.Sid.), Plu.2.955c
•subst. οἱ ἐνέρτεροι mismo sign., A.Ch.286, tb. οἱ νέρτεροι A.Pers.619.
2 c. idea de lugar, compar. ἐνέρτερος, νέρτερος = inferior, que está debajo νερτέρᾳ προσήμενος κώπῃ A.A.1617, τὰ δ' ὑπέρτερα νέρτερα θήσει Ζεύς Ar.Lys.772, ὥστε νερτέρας βροντῆς Διός como de un trueno subterráneo de Zeus E.El.748, ἐς ἐνέρτερον ἱστόν = a la parte baja del mástil, Lyr.Adesp.81, Κριοῦ δ' ἀντικέλευθος ἐνέρτερος οἶκος = la casa inferior en las antípodas de Aries en el Zodíaco, Nonn.D.38.273, cf. 6.254, Anon.Herm.re.30
•sup. ἐνέρτατος, νέρτατος = el más bajo διὰ τοῦ νερτάτου τοῦ κνημιαίου Hp.Oss.16, ἐνέρτατον ... βένθος δίνης = el más profundo abismo del torbellino Emp.B 35.3, cf. Hsch.
3 dud., prob. neutr. plu. como adv. ἔνερα = desde debajo, de debajo de la tierra προϊκάνων ἔ. θεωρῆσαι ῥάθους Dioscorus 38.3.
• Diccionario Micénico: e-ne-ro.
• Etimología: Prob. adj. tem. sobre la misma raíz que ἔνερθε, q.u., aunque para ἔνερος tb. se ha propuesto una hipóstasis de οἱ ἐν ἔρᾳ ‘los que están en la tierra’, e.d. ‘los muertos’, cf. gr. ἔρα, aaa. ero ‘tierra’.
German (Pape)
[Seite 839] οἱ (ἐν, vgl. ἐνέρτερος, ἔνερθε), die Unteren, die unter der Erde sind, die Todten; ἄναξ ἐνέρων, ἐνέροισιν ἀνάσσων, Il. 15, 188. 20, 61; Hes. Th. 830; so heißt Hades auch bei den Tragg. βασιλεὺς ἐνέρων, Aesch. Pers. 621; οἱ ἔνεροι auch bei Plat. Rep. III, 387 b u. Plut.
French (Bailly abrégé)
ων (οἱ) :
ceux qui sont sous la terre, les morts.
Étymologie: ἐν.
Russian (Dvoretsky)
ἔνεροι: οἱ [ἔν] досл. находящиеся в подземном царстве, т. е. усопшие, мертвецы Hom., Hes., Aesch., Plat. или подземные боги Plut.
Greek (Liddell-Scott)
ἔνεροι: -ων, οἱ, Λατ. inferi, οἱ ὑπὸ τὴν γῆν, οἱ νεκροί, «ἔνεροι· νεκροί, ὑποχθόνιοι, ἀσθενεῖς» Ἡσύχ., τρίτατος δ’ Ἀΐδης ἐνέροισιν ἀνάσσων Ἰλ. Ο. 188· τρέσσ’ Ἀΐδης, ἐνέροισι καταφθιμένοισιν ἀνάσσων Ἡσ. Θ. 850· ἄναξ ἐνέρων Ἀϊδωνεὺς Ἰλ. Υ. 61, κτλ.· βασιλεῦ τ’ ἐνέρων Αἰσχύλ. Πέρσ. 629· οἱ ἔνεροι Πλάτ. Πολ. 387Β. (Ἡ ῥίζα εἶναι ἐν-, ἐντός, ἔσω, ὅθεν καὶ ἔνερθε, ἐνέρτερος, -τατος (νέρθε, νέρτερος) ἐν ἀναλογίᾳ πρὸς τά: ὑπέρ, ὕπερθε, ὑπέρτερος, -τατος. Τὸ Λατ. inferi ἀντιτιθέμενον τῷ sup-eri παρουσιάζει κατὰ τὸ φαινόμενον ἀναλογίαν τινά, ἀλλὰ το f τῆς λέξεως ταύτης καταστρέφει αὐτήν).
English (Autenrieth)
those below the earth (inferi), both gods and the shades of the dead, Il. 15.188, Il. 20.61.
Greek Monolingual
ἔνεροι, οι (Α)
αυτοί που βρίσκονται μέσα στη γη, υποχθόνιοι, νεκροί («Ἀΐδης ἐνέροισιν ἀνάσσων», Ομ. Ιλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. ένερθε].
Greek Monotonic
ἔνεροι: -ων, οἱ (ἐν), Λατ. inferi, αυτοί που βρίσκονται κάτω κάτω, οι υποχθόνιοι, οι κάτω από τη γη, οι νεκροί, σε Ομήρ. Ιλ., Ησίοδ., Αισχύλ.
Middle Liddell
[ἐν]
Lat. inferi, those below, those beneath the earth, Il., Hes., Aesch.