ἰσόμοιρος

English (LSJ)

ἰσόμοιρον, Cret. ϝισϝό- Leg.Gort.10.53, GDI4974 (Gort.): (μοῖρα)
A sharing equally or alike, c. gen. rei, πάντων X.Cyr.4.6.12, etc.; τῶν ἄλλων ἰ. ἔστω SIG1044.40 (Halic., iv B.C.); γῆς ἰσόμοιρ' ἀήρ air that sharest earth equally [with light], S.El.87 (anap.): c. dat., τιμαῖς ἰσόμοιρον ἔθηκεν τὰν ὁμόλεκτρον ἥρωσιν IG12(3).1190.3 (Melos); ἰσόμοιρον, τό, equal portion, Nic.Th.592: abs., ἰσόμοιρα.. ἐν τῷ κόσμῳ φῶς καὶ σκότος D.L.8.26. Adv. ἰσομοίρως Eust.161.20.
2 equivalent, corresponding, c. dat., κίβισιν, βάκτρῳ ἅρπην ἰσόμοιρον AJA9.320 (Sinope).
3 Astrol., occupying the same degree, αἱ κατ' ἰσόμοιρον στάσεις Vett.Val.70.31, cf. Man.4.194; τὴν Ἀφροδίτην ἰσόμοιρον οὖσαν ἡλίῳ Procl.Hyp.1.21. Adv. ἰσομοίρως Cat.Cod.Astr.5(1).219.

German (Pape)

[Seite 1265] gleichen Anteil habend, bes. an Vermögen, Macht u. Freiheit; γνήσιοι ἰσόμοιροι πατρῴων Is. 6, 25; πάντας ἰσομοίρους ποιεῖν Xen. Cyr. 2, 2, 18. 4, 6, 12 u. Sp. – Aesch. Ch. 320 σκότῳ φάος ἰσόμοιρον, vgl. D. L. 8, 26 ἰσόμοιρα εἶναι ἐν τῷ κόσμῳ φῶς καὶ σκότος; Soph. El. 87 ὦ φάος ἁγνὸν καὶ γῆς ἰσόμοιρος ἀήρ, die Luft, die einen eben solchen Teil der Welt wie die Erde ausmacht od. der ganzen Erde gleichmäßig angehört. – Τὸ ἰσόμοιρον, gleiche Portion, Nic. Th. 592.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 qui a ou reçoit une part égale à, τινι;
2 qui a une part égale : γῆς ἰσόμοιρος ἀήρ SOPH l'air qui possède une part égale à celle de la terre, qui se répartit également sur la terre, qui en couvre toute la surface ; ἰσομοίρους πάντας ποιεῖν XÉN donner à tous une part égale.
Étymologie: ἴσος, μοῖρα.

Russian (Dvoretsky)

ἰσόμοιρος: имеющий равную долю (ἰσόμοιροι πατρῴων Isae.; ἰσομοίρους πάντας ποιεῖν Xen.): γῆς ἰ. ἀήρ Soph. воздух, сопротяженный земле, т. е. отовсюду ее покрывающий; ἐν δημοκρατίᾳ ἰ. Thuc. пользоваться при демократии равными правами; πρός τινα τῆς ξυμφορᾶς ἰ. Thuc. делящий с кем-л. поровну (свое) несчастье; ἰσόμοιρα ἐν τῷ κόσμῳ φῶς καὶ σκότος Pythagoras ap. Diog. L. в мире столько же света, сколько и тьмы.

Greek (Liddell-Scott)

ἰσόμοιρος: -ον, (μοῖρα) ὁ λαμβάνων ἴσον μερίδιον μετὰ τῶν ἄλλων, ὁ μετέχων ἐξ ἴσου ἢ ὁμοίως πράγματός τινος, μετὰ γεν. πράγμ., πάντων Ξεν. Κύρ. 4. 6, 12, κτλ.· μετὰ δοτ., τιμαῖς ἰσόμοιρον ἔθηκε τὴν ὁμόλεκτρον ἥρωσιν Συλλ. Ἐπιγρ. 2439· - ἰσόμοιρον, τὸ, ἴσον μερίδιον, Νικ. Θηρ. 592. 2) ἔχων τὴν αὐτὴν ἔκτασίν τινι, σκότῳ φάος ἰσόμοιρον Aἰσχύλ. Χο. 319, ἔνθα ἡ ἀρχαία γραφὴ ἦτo: ἰσοτίμοιρον, ἣν οἱ πλεῖστοι τῶν νεωτέρων κριτικῶν ἀκολουθοῦντες τῷ Erfurd μετέτρεψαν εἰς ἀντίμοιρον, ἀλλὰ κατὰ τὸν Paley προτιμητέα ἡ γραφὴ ἰσόμοιρον, τὸ δὲ ι ἐγέ­νετο μακρὸν Ἐπικῇ ἀδείᾳ ὡς ἐν τῷ: ἰσόνειρον ἐν Προμ. 558, ἴδε σημ. PaIey ἐν τόπῳ· ἰσόμoιρα... ἐν τῷ κόσμῳ φῶς καὶ σκότος Διογ. Λ. 8. 26· ὦ φάος ἁγνὸν καὶ γῆς ἰσόμοιρ’ ἀὴρ (καθότι ὁ ἀὴρ καλύπτει ἅπασαν τὴν ἐπιφάνειαν τῆς γῆς) Σοφ. Ἠλ. 87 (πρβλ. Ἡσ. Θ. 126, Γαῖα... ἐγείνατο ἶσον ἑαυτῇ Οὐρα­νόν). - Ἐπίρρ. -ρως Eὐστ. 161. 20.

Greek Monolingual

-η -ο (Α ἰσόμοιρος, -ον)
αυτός που έχει ίσο μερίδιο σε κάτι ή αυτός που συμμετέχει σε κάτι εξίσου με άλλους
αρχ.
1. ισοδύναμος
2. αστρολ. αυτός που κατέχει ίση θέση, που ασκεί την ίδια επίδραση σε αντιστοιχία με άλλον
3. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἰσόμοιρον
η ισομοιρία.
επίρρ...
ἰσομοίρως (ΑΜ)
με ισομοιρία, κατ' ισομοιρίαν, κατά ισομερή τρόπο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσ(ο)- + -μοιρος (< μοῖρα), πρβλ. ηπιό-μοιρος, κακό-μοιρος].

Greek Monotonic

ἰσόμοιρος: -ον (μοῖρα
1. αυτός που παίρνει ίδιο μερίδιο με τους άλλους, με γεν. πράγμ., σε Ξεν.
2. αυτός που έχει την ίδια έκταση με κάποιον· γῆς ἰσόμοιρ' ἀήρ, διότι ο αέρας καλύπτει όλη την επιφάνεια της γης, σε Σοφ.

Middle Liddell

ἰσό-μοιρος, ον μοῖρα
1. sharing equally or alike, c. gen., Xen.
2. coextensive, Aesch.; γῆς ἰσόμοιρ' ἀήρ earth's equal partner air, Soph.

Mantoulidis Etymological

(=αὐτός πού ἔχει ἴσο μερίδιο μέ τούς ἄλλους). Ἀπό τό ἴσος + μοίρα.