ὑποκαίω
English (LSJ)
Att. ὑποκάω,
A burn by applying fire below, τινὰς ζῶντας D.S. 20.71, cf. 19.108; burn underneath, ὀστέα Hdt.4.61; ξύλα ὑ. τῷ τρίποδι under the tripod, Anon. ap. Eust.1146.37; light sacrificial fires, cf. ὑποκλαίω.
2 light under, πῦρ Luc.Phal.1.11:—Pass., Arist.Mete. 355a17.
3 ὑ. λέβητα, [κακκάβην], light a fire under it, Gal.13.37,6.707.
4 heat a bath, PFlor.127.4 (iii A. D.), PGiss.40 ii 19 (iii A. D.).
II metaph. in Pass., ὑ. τινός to be inflamed by love for... Parth.12.1, 23.2; to be inflamed, φλύκταιναι -όμεναι Ph.2.101.
German (Pape)
[Seite 1219] (s. καίω), durch untergelegtes Feuer anbrennen, darunter anzünden; ἐς λέβητας ἐςβάλλοντες ἕψουσι, ὑποκαίοντες τὰ ὀστέα τῶν ἱρηΐων Her. 4, 61; Luc. Phalar. 1, 11 u. a. Sp.
French (Bailly abrégé)
1 faire du feu sous;
2 brûler avec du feu allumé dessous.
Étymologie: ὑπό, καίω.
Russian (Dvoretsky)
ὑποκαίω: атт. ὑποκάω
1 разжигать внизу (τὸ πῦρ Luc.): τὸ ὑποκαόμενον πῦρ Arst. горящий внизу огонь;
2 поджигать, сжигать снизу (τι Her. и τινά Diod.).
Greek (Liddell-Scott)
ὑποκαίω: Ἀττ. -κάω, καίω ὑποβάλλων πῦρ, ἀνάπτων πῦρ κάτωθεν, τὰ ὀστέα, Ἡρόδ. 4. 61· τοὺς ζῶντας Διόδ. 28. 71, πρβλ. 19. 108· ξύλα ὑπ. τῷ τρίποδι, ὑποκάτω τοῦ τρίποδος, Ἀνών. παρ’ Εὐστ. 1146. 37· ἀνάπτω πῦρ. πρὸς θυσίαν, πρβλ. ὑποκλαίω. 2) ἀνάπτω κάτωθεν, πῦρ. Λουκ. Φάλ. 1. 11. - Παθ., Ἀριστ. Μετεωρολογ. 2. 2, 10. 3) ὑποκαίειν τὴν χύτραν, ἀνάπτειν πῦρ ὑποκάτω αὐτῆς, Γαλην. τ. 14, σ. 318, 13. ΙΙ. καίω ὀλίγον· ἐν τῷ παθ., ὑποκαίεσθαι ὑπὸ τοῦ ἡλίου Γαλην. τ. 14. σ. 423, 7· ὑπ’ τινος, καταφλέγομαι ὑπὸ ἔρωτος πρός τινα, Παρθέν.
Greek Monolingual
ὑποκαίω ΝΜΑ, και αττ. τ. ὑποκάω Α
νεοελλ.
μτφ. συντελώ κρυφά στην έξαψη πάθους, υποδαυλίζω, συνδαυλίζω
μσν.-αρχ.
βάζω φωτιά κάτω από κάτι προκειμένου να το ψήσω ή να το θερμάνω (α. «ἕψουσι ὑποκαίοντες τὰ ὀστέα τῶν ἱρηίων», Ηρόδ.
β. «ὑποκαίειν τὴν χύτραν», Γαλ.)
αρχ.
1. (γενικά) ανάβω φωτιά κάτω από κάτι («πῡρ δὲ ὑποκαίειν κελεύειν», Λουκιαν.)
2. παθ. ὑποκαίομαι
α) καίγομαι λίγο
β) μτφ. διεγείρομαι από έρωτα για κάποιον («ὁ μειρακίσκος αὐτής ἀναφανδὸν ὑπεκαίετο», Παρθ.).
Greek Monotonic
ὑποκαίω: Αττ. -κάω, μέλ. -καύσω,
1. καίω ανάβοντας φωτιά κάτω από, σε Ηρόδ.· προσφέρω μυστικές θυσίες, σε Αισχύλ.
2. ανάβω κάτω από, σε Λουκ.
Middle Liddell
Attic -κάω fut. -καύσω
1. to burn by applying fire below, Hdt.: to offer secret sacrifices, Aesch.
2. to light under, Luc.