mutilate

English > Greek (Woodhouse)

verb transitive

mangle: P. and V. σπαράσσειν (Plato), V. σπᾶν, κνάπτειν, ἀρταμεῖν, διαρταμεῖν, Ar. and V. διασπᾶσθαι, διασπαράσσειν, καταξαίνειν.

tear in pieces: V. διαφέρω, διαφέρειν, Ar. and V. διαφορεῖν.

outrage: P. and V. λυμαίνεσθαι (acc. or dat.), αἰκίζεσθαι, λωβᾶσθαι (Plato).

cut parts off: P. περικόπτειν (acc.),

Met., cut short: P. and V. συντέμνειν, κολούειν.

Translations

mutilate

Arabic: شَوِهَ‎, بَتَرَ‎, جَذَعَ‎, جَدَعَ‎; Bulgarian: осакатявам; Chinese Mandarin: 殘害, 残害, 殘毀, 残毁; Danish: lemlæste; Dutch: verminken; Estonian: moonutama; Finnish: pahoinpidellä; French: mutiler; Galician: mutilar; German: verstümmeln, verschandeln; Ancient Greek: αἰκίζω, ἀκροτέμνω, ἀκρωτηριάζω, ἀμφιγυιόω, ἀμφιγυιῶ, ἀποκόπτω, ἀποψιλόω, δῃόω, διαλυμαίνομαι, διαλωβάομαι, διαλωβάω, ἐξαλαόω, καταικίζω, κατακολούω, καταλωβάω, καταλωβῶ, κολοβίζω, κολοβόω, κολοβῶ, κυλλόω, κωφέω, κωφῶ, λωβάομαι, λωβάω, λωβέομαι, λωβῶμαι, μασχαλίζω, μελοκοπέω, μελοκοπῶ, μωλωπίζω, παρακόπτω, παραπηρόω, παραρθρέω, παρόω, πέμνω, περικόπτω, πηρόω, πηρῶ, σιφλόω, ὑβρίζειν, ὑβρίζω, ὑβρίσδω, χωλεύω; Japanese: 切断する, ばらばらにする, 不具にする; Latin: discerpo; Macedonian: осакатува; Old English: hamelian; Old French: desmembrer; Portuguese: mutilar; Romanian: mutila, schilodi; Russian: увечить, калечить, уродовать; Serbo-Croatian Cyrillic: сакатити; Serbo-Croatian Latin: sakatiti; Spanish: mutilar; Swedish: stympa