ἀλόη
θοῦ, Κύριε, φυλακὴν τῷ στόµατί µου καὶ θύραν περιοχῆς περὶ τὰ χείλη µου → set a guard over my mouth, Lord; keep watch over the door of my lips | set a guard, O Lord, over my mouth; keep watch over the door of my lips (Psalm 140:3, Septuagint version)
English (LSJ)
ἡ,
A bitter aloes, Aloe vera, Dsc.3.22, Plu.2.141f, etc. 2 = ἀγάλλοχον, LXX Ca.4.15 (in Heb. form ἀλώθ), Ev.Jo.19.39. 3 ἀ. γαλλική, = γεντιανή, Ps.-Dsc.3.3. 4 ἀ. ἡπατῖτις, hepatic aloes, Aloe Perryi, Gp.6.6.2.
German (Pape)
[Seite 108] ἡ, die Aloe, Diosc.
Greek (Liddell-Scott)
ἀλόη: ἡ, = ἡ ἀλόη, Διοσκ. 3. 25, Πλούτ., ὁ ἀλόας, ὁ ὀπὸς τῆς ἀλόης, Φιλοπ. ἐν Ἀριστ. π. Ζ. μορ. 389. Hayd.
French (Bailly abrégé)
ης (ἡ) :
aloès, plante.
Étymologie: -.
English (Strong)
of foreign origin (compare ἀκάνθινος); aloes (the gum): aloes.
English (Thayer)
(on the accent see Chandler § 149), (ης, ἡ, (commonly ξυλαλόν, ἀγάλλοχον), Plutarch, "the aloe, aloes: Herodotus, the Egyptians did), Hebrew אֲהָלִים and אֲהָלות (see Muhlau and Volck under the words), Alluwe; Linn.: Excoecaria Agallochum. Cf. Winer s RWB under the word Aloe (Low § 235; BB. DD.).
Greek Monolingual
η (Α ἀλόη) (νεοελλ. και αλοή και αλουή)
ονομασία διαφόρων φυτών, με θεραπευτικές ιδιότητες, από τα οποία γνωστότερη είναι η αλόη τών φαρμακείων
νεοελλ.
πικρή γεύση, φαρμάκι.
[ΕΤΥΜΟΛ. Λ. άγνωστης ετυμολ. πιθανώς ανατολικής προελεύσεως.
ΠΑΡ. μσν. ἀλοηδάριον
νεοελλ.
αλοΐνες, αλοΐτης].