αρχή

From LSJ
Revision as of 06:22, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (6)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Λόγος εὐχάριστος χάριτός ἐστ' ἀνταπόδοσις → Es sermo gratus pro relata gratia → Ein gutes Wort ist Dank für eine gute Tat

Menander, Monostichoi, 330

Greek Monolingual

η (AM ἀρχή)
1. τοπικό ή χρονικό σημείο απ' όπου ξεκινά κάποιος, η αφετηρία ή η έναρξη
2. η πρώτη αιτία
3. η βάση, η προϋπόθεση
4. το μόνο ή κύριο συστατικό στοιχείο
5. ο κανόνας ο διατυπωμένος επιστημονικά
6. η εξουσία, το κράτος, η κυβέρνηση
7. στον πληθ. οι θεμελιώδεις γνώσεις μιας επιστήμης συστηματικά διατυπωμένες
8. τα δημόσια αξιώματα
9. φρ. «κατ' αρχήν» — χωρίς ουσιώδη αντίρρηση
μσν.
δυνάμεις, εξουσίες αόρατες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < άρχω. Η αρχαιότερη σημασία της λ. αρχή «έναρξη» μαρτυρείται από την Ιλιάδα και έχει επιβιώσει στη νέα Ελληνική, ενώ ως φιλοσοφικός όρος σημαίνει την πρώτη αιτία, τα πρωταρχικά στοιχεία, σημασία με την οποία πρωτοχρησιμοποιήθηκε από τον Αναξίμανδρο.
ΠΑΡ. αρχαίος
αρχ.
αρχήθεν, αρχίδιον
νεοελλ.
αρχύτερος.
ΣΥΝΘ. απαρχή, υπαρχή
αρχ.
αυτοαρχή, επαρχή, καταρχή, μεταρχή, προκαταρχή, προϋπαρχή.