άνειμι
From LSJ
ἐπεὰν νῶτον ὑὸς δελεάσῃ περὶ ἄγκιστρον, μετιεῖ ἐς μέσον τὸν ποταμόν, ὁ κροκόδειλος ἵεται κατὰ τὴν φωνήν, ἐντυχὼν δὲ τῷ νώτῳ καταπίνει → when he has baited a hog's back onto a hook, he throws it into the middle of the river, ... the crocodile lunges toward the voice of a squealing piglet, and having come upon the hogback, swallows it
Greek Monolingual
ἄνειμι (Α) είμι
1. τραβώ προς τα επάνω, ανεβαίνω
2. (για τον ήλιο) ανατέλλω
3. (για νερό) βγαίνω στην επιφάνεια, αναβλύζω
4. αναπλέω, βγαίνω στα ανοιχτά
5. πηγαίνω σε κάποιον για να ζητήσω βοήθεια, καταφεύγω ως ικέτης
6. επανέρχομαι, γυρίζω πίσω, γυρίζω στην πατρίδα
7. κατευθύνομαι προς τα μεσόγεια (από παραλιακό τόπο)
8. προσάγω, φέρνω
9. ανάγω κάτι σε κάτι άλλο.