άφεση
τί δὲ βλέπεις τὸ κάρφος τὸ ἐν τῷ ὀφθαλμῷ τοῦ ἀδελφοῦ σου, τὴν δὲ ἐν τῷ σῷ ὀφθαλμῷ δοκὸν οὐ κατανοεῖς → why do you look at the speck of sawdust in your brother's eye and pay no attention to the plank in your own eye | and why beholdest thou the mote that is in thy brother's eye, but considerest not the beam that is in thine own eye | why do you see the speck that is in your brother's eye, but don't consider the beam that is in your own eye
Greek Monolingual
η (AM ἄφεσις) αφίημι
1. (για πρόσωπα) απόλυση, απελευθέρωση
2. συγχώρηση, χάρη
αρχ.
Ι. 1. απαλλαγή από υποχρέωση ή συμβόλαιο
2. αθώωση
3. άδεια απουσίας ή εξόδου, απαλλαγή από στρατιωτική υπηρεσία
4. παραγραφή χρέους
5. διάζευξη, διαζύγιο
6. χαλάρωση, (σωματική) εξάντληση
7. το ξεκίνημα, η εκκίνηση των αλόγων σε αγώνα
8. συνεκδ. το σημείο εκκίνησης, αφετηρία βαλβίδα
9. εκπομπή, εκροή, εκτίναξη ενός αντικειμένου ή νερού
10. (για ζώα) γέννηση
11. παύση, αποπομπή
12. αφεσμός, νέο σμήνος μελισσών
Μ. φρ.
1. «ἀφέσεις θαλάσσης» — κανάλια, διώρυγες
2. «ὁ ἐνιαυτὸς τῆς ἀφέσεως» — το ιωβηλαίο.