γηρύω
τῶν δ᾿ ἄλλων τῶν νοσηματικῶν ἧττον μετέχουσιν αἱ γυναῖκες → apart from this one, women are less troubled by maladies
English (LSJ)
Dor. and Aeol. γᾱρύω, Sapph.Supp.25.20, etc.; inf.
A γαρύεν, -έμεν Pi.O.1.3, N.3.32: fut. -ύσω: aor. ἐγήρυσα Ar.Pax805; Dor. ἐγάρυσα S.Ichn.244:—Med., fut. -ύσομαι Pi.I.1.34, E.Hipp. 213: aor. ἐγηρυσάμην Id.El.1327 (lyr.); Dor. opt. γαρύσαιντο Theoc. 1.136, etc.; also ἐγηρύθην (v. infr.):—sing or say, speak, cry, Sapph. l. c., dub. in Simon.31: c. acc., utter, ἄκραντα Pi.O.2.96; φρονέοντι συνετὰ γ. B.3.85; γ. εὖχος Pi.N.6.58; ὄπα Ar.Pax805; θέσπιν αὐδάν S. l.c. 2 trans., sing of, celebrate, τινά Pi.N.7.83; τι Id.O. 13.50, etc. II Med., abs., sing, h.Merc.426; τοὶ σκῶπες ἀηδόσι γαρύσαιντο let the owls sing against the nightingales, Theoc.1.136 (perh. f.l. for δηρίσαιντο): c. acc. cogn., γηρύετ' ἀνθρώπων νόον Hes. Op.260; γαρύσομαι αἶσαν Pi.I.1.34, cf. P.5.72; οὐ μὴ τάδε γηρύσῃ E.Hipp.213 (lyr.), cf. 1074; αὐδὴν τήνδε γηρυθεῖσ' ἔσει A.Supp.460. (ῠ in pres. Hes., Pi., etc.; ῡ A.Pr.78, Theoc.9.7, Orph.A.432, AP7.201 (Pamph.): ῡ always in fut. and aor.)
Greek (Liddell-Scott)
γηρύω: Δωρ. γᾱρύω Πίνδ., ἀπαρεμφ. γαρύεν, -έμεν ὁ αὐτ. Ο. 1. 5, Ν. 3. 55· μέλλ.-ύσω· ἀόρ. ἐγήρυσα Ἀριστοφ. Εἰρ. 805.- Μέσ., μέλλ. -ύσομαι Πίνδ., Εὐρ.· ἀόρ. ἐγηρυσάμην Εὐρ. Ἠλ. 1327. Θεόκρ., κτλ.· ὡσαύτως ἐγηρύθυν (ἴδε κατωτ.). (Πρβλ. γῆρυς, Γηρυόνης, καὶ ἴσως γέρανος· Σανσκρ. gar, grin âmi (voco, laudo), gir (vox), girâ (oratio)· Ζενδ. gar (cano)· Λατ. garrio, garrulus· Παλαιο-Γερμ. kirru (Γερμ. knarren), quiru (Ἀγγλ. groan, στόνος, στοναχή)· Λιθ. gàrsas (vox), gyrà (laus).- Ὁ Κούρτ. ὡσαύτως ἀναφέρει Λατ. gallus, ΠαλαιοΣκανδ. kalla (Ἀγγλ. call, φωνάζω, καλῶ) εἰς τὴν αὐτὴν ῥίζαν). Ψάλλω ἢ λέγω, ὁμιλῶ, κράζω, Σιμων. 38, Πίνδ. Ο. 2. 158.- μετὰ συστοίχ. αἰτιατ. γ. εὖχος Πίνδ. Ν. 6. 100· γλυκύ τι γηρ. Ν. 3, 31, ὄπα Ἀριστοφ. Εἰρ. 805· τοὶ σκῶπες ἀηδόσι γαρύσαιντο, ἂς ψάλωσιν αἱ γλαῦκες ἐναντίον τῶν ἀηδόνων, Θεόκρ. 1. 136 (ἔνθα ὁ Scaliger προτείνει δαρίσαιντο, Δωρ. ἀντὶ δηρίσαιντο). 2) μεταβ., ψάλλω, ἐξυμνῶ τινὰ Πίνδ. Ν. 7. 122· τι ὁ αὐτ. Ο. 13. 70, κτλ. ΙΙ. τὸ μέσ. εἶναι ἐν χρήσει κατὰ τὸν αὐτὸν τρόπον, ἀπολ., ψάλλω, ᾄδω, Ὕμν. Ὁμ. εἰς Ἑρμ. 426· μετὰ συστοίχου αἰτιατ., γηρύετ᾿ ἀνθρώπων νόον Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 258· γαρύσομαι αἶσαν Πίνδ. Ι. 1. 50, πρβλ. ΙΙ. 5. 97· οὐ μὴ τάδε γηρύσει Εὐρ. Ἱππ. 213· αὐδὴν τήνδε γηρυθεῖσ' ἔσει Αἰσχύλ. Ἱκ. 460. [Τὸ υ τοῦ ἐνεστ. βραχὺ παρ' Ἡσ., Πινδ. κτλ., ἀλλὰ μακρὸν παρὰ Θεοκρ. 8. 77, Ὀρφ., Ἀνθ., ἔτι δὲ καὶ παρ' Αἰσχύλ. Πρ. 78· ῡ ἀείποτε ἐν τῷ μέλλοντ. καὶ ἀορ.].
French (Bailly abrégé)
ao. ἐγήρυσα;
faire résonner, faire entendre, acc.;
Moy. γηρύομαι (f. γηρύσομαι, ao. ἐγηρυσάμην et ἐγηρύθην);
1 faire entendre;
2 particul. chanter : τι qch ; τινί contre un rival, disputer à un rival le prix du chant.
Étymologie: R. Γαρ, résonner, cf. γῆρυς, lat. garrio et gallus.
Spanish (DGE)
• Alolema(s): eol., dór. γᾱρ- Sapph.96.20, B.3.85, Pi.O.13.50, Theoc.1.136, 9.7
• Prosodia: [-ῠ-, pero -ῡ- A.Pr.78, Theoc.9.7, Orph.A.432; -ῡ- siempre ante σ de fut. o aor.]
• Morfología: [pres. inf. γαρύεν Pi.O.1.3, γαρυέμεν Pi.N.3.32]
I en v. med. (y act. tard.), abs. emitir la voz, entonar el canto λιγέως κιθαρίζων γηρύετ' ἀμβολάδην h.Merc.426
•de anim. emitir su voz o sonido ὅμοια μορφῇ γλῶσσά σου γηρύεται A.Pr.78, ἁδὺ μὲν ἁ μόσχος γαρύεται Theoc.9.7, γηρύσαιτο δὲ νεβρός Philet.11 (c. juego de palabras sobre el sonido de la flauta hecha de huesos de gamo)
•rivalizar en el canto c. dat. τοὶ σκῶπες ἀηδόσι γαρύσαιντο que los mochuelos rivalicen con ruiseñores en el canto Theoc.1.136
•act. cantar la cigarra AP 7.201 (Pamphil.).
II en v. act. y med., c. ac. int.
1 emitir, pronunciar, dejar oir la voz o sonidos θέσπιν αὐδάν S.Fr.314.250, ὄπα Ar.Pax 805, el son de la lira, Orph.l.c.
•en v. med.-pas. mismo sent. τίν' αὐδὴν τήνδε γηρυθεῖσ' ἔσῃ; A.Supp.460, εἴθε φθέγμα γηρύσαισθε E.Hipp.1074, φθόγγον ἀπὸ στήθεσφιν ἀοιδῆς γηρύσασθαι Orph.L.60
•prob. del mar resonar Sapph.96.20
•como falsa etim. de κῆρυξ Eust.727.1.
2 decir en verso con el canto, expresar συνετά B.l.c., ἄκραντα γαρυέτων aludiendo a Baquílides y Simónides, Pi.O.2.88, μῆτίν τε γαρύων παλαιγόνων Pi.O.13.52, cf. P.4.94, γλυκύ τι Pi.N.3.32, cf. 3.32
•en v. med. mismo sent. ἀληθέα γηρύσασθαι Hes.Th.28, δεινὸν τόδ' ἐγηρύσω E.El.1327, οὐ μὴ παρ' ὄχλῳ τάδε γηρύσῃ de un canto de mujer, E.Hipp.213.
III en v. act. y med., c. ac. obj.
1 cantar, entonar, celebrar en verso ἄεθλα Pi.O.1.3, κλέος Pi.P.5.72, c. or. de inf. γαρύων εὖχος ... τέ γ' ἐπαρκέσαι κλειτᾷ γενεᾷ cantando la alabanza ... y que has sido digno de tu glorioso linaje Pi.N.6.58, c. doble ac. βασιλῆα δὲ θεῶν ... τόδε γαρυέμεν Pi.N.7.83
•en v. med. mismo sent. γαρύσομαι ... τὰν ... αἶσαν Pi.I.1.34, cf. A.R.2.845.
2 en v. med. denunciar (Δίκη) γηρύετ' ἀνθρώπων ἀδίκων νόον Hes.Op.260.
Greek Monolingual
γηρύω και γαρύω (Α) γήρυς, γάρυς]]
1. τραγουδώ, ψάλλω
2. λέγω, μιλώ
3. τραγουδώ, εξυμνώ κάποιον ή κάτι
4. «γηρύομαί τινι» — διαγωνίζομαι στο τραγούδι μαζί με κάποιον.