Ὁ κόσμος σκηνή, ὁ βίος πάροδος· ἦλθες, εἶδες, ἀπῆλθες → The world is a stage, life is a performance, you came, you saw, you departed
ο, η, Ν
1. (ψυχολ.) επιστήμονας ειδικευμένος στην ψυχολογία
2. (γενικά) άτομο που έχει την ικανότητα να ψυχολογεί.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. psychologiste (< ψυχή + -λόγος). Η λ. μαρτυρείται από το 1851 στον Σ. Α. Κουμανούδη].