ψυχολόγος

From LSJ
Revision as of 06:29, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (47c)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

ο, η, Ν
1. (ψυχολ.) επιστήμονας ειδικευμένος στην ψυχολογία
2. (γενικά) άτομο που έχει την ικανότητα να ψυχολογεί.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. psychologiste (< ψυχή + -λόγος). Η λ. μαρτυρείται από το 1851 στον Σ. Α. Κουμανούδη].