ἐξαγορεύω

From LSJ
Revision as of 06:31, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (12)

Θνητὸς πεφυκὼς τοὐπίσω πειρῶ βλέπειν → Homo natus id, quod instat, ut videas, age → Als sterblich Wesen mühe dich zu seh'n, was folgt

Menander, Monostichoi, 249
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐξᾰγορεύω Medium diacritics: ἐξαγορεύω Low diacritics: εξαγορεύω Capitals: ΕΞΑΓΟΡΕΥΩ
Transliteration A: exagoreúō Transliteration B: exagoreuō Transliteration C: eksagoreyo Beta Code: e)cagoreu/w

English (LSJ)

fut.

   A ἐξαγορεύσω Epic.Alex.Adesp.2.55: aor. supplied by ἐξειπεῖν, fut. and pf. (exc. in late authors) by ἐξερῶ, ἐξείρηκα:—tell out, make known, declare, ἑκάστη ὃν γόνον ἐξαγόρευεν Od.11.234; betray a secret or mystery, Hdt.2.170; τι πρός τινα Id.9.89; ἐ. ἀπόρρητα Luc.Pisc.33; confess, τὰς ἁμαρτίας LXXLe.5.5, Plu.2.168d: abs., Rhetor. in Cat. Cod.Astr.8(4).148:—Pass., -εύεσθαι τὸ πάθος Sch.Ptol.Tetr.142.

German (Pape)

[Seite 861] aussagen, verkündigen, Od. 11, 234; ausplaudern, verrathen, πρός τινά τι, Her. 9, 89 u. Sp.; ἀπόῤῥητα Luc. Piscat. 33.

Greek (Liddell-Scott)

ἐξᾰγορεύω: (ὡς ἀόρ. ἔχει τὸ ἐξεῖπον, ὡς μέλλ. δὲ καὶ πρκμ. (ἐξαιρουμένων τῶν μεταγεν. συγγραφ.) τοὺς τύπους ἐξερῶ, ἐξείρηκα), σαφῶς ἀγορεύω, φανερῶς λέγω, ἑκάστη ὃν γόνον ἐξαγόρευεν Ὀδ. Λ. 234· φανερώνω, προδίδω μυστικόν, Ἡρόδ. 2. 170· τι πρός τινα ὁ αὐτ. 1. 89· ἐξαγορεύειν ἀπόρρητα Λουκ. Ἁλ. 33: - παρ’ Ἐκκλ., ἐξομολογοῦμαι τὰς ἁμαρτίας, Ἑβδ. (Λευϊτ. Ε΄, 5), Πλούτ. 2. 168D· ἴδε τὸ ῥῆμα ἐξαγγέλλω.

French (Bailly abrégé)

faire connaître, révéler : ἀπόρρητα LUC des secrets ; abs. révéler un secret.
Étymologie: ἐξ, ἀγορεύω.

English (Autenrieth)

relate, Od. 11.234†.

Spanish (DGE)

1 gener. proclamar, declarar, hacer público ἑκάστη ὃν γόνον ἐξαγόρευεν Od.11.234, ἐτώσιον ἐξαγορεύσω Epic.Alex.Adesp.2.55, cf. Orph.A.1118, ὅπερ οἶδα ἐξαγορεύειν οὐχ οἱόν τέ μοι A.Thom.A 131
esp. c. ac. ref. a secretos y misterios revelar, desvelar οὔτε πρὸς τοὺς Φωκέας ἐξηγόρευε οὐδέν Hdt.9.89, cf. Plu.Eum.6, Sch.Od.15.529, τὰ τοῦ Ἔρωτος ... μυστήρια Ach.Tat.5.26.3, cf. Longus 3.30.5, Hld.10.29.4, Alciphr.1.8.1
abs. Rhetor. en Cat.Cod.Astr.8(4).148.22
frec. en cont. relig. αἱ ταφαὶ τοῦ οὐκ ὅσιον ποιεῦμαι ... ἐξαγορεύειν τοὔνομα Hdt.2.170, ταῖν θεαῖν τὰ ἀπόρρητα Luc.Pisc.33, cf. D.L.1 proem.5, Paus.8.44.6, τοὺς χρησμούς Iust.Phil.Coh.Gr.37.1
en v. med. mismo sent. ἐξαγορεύσεται τὰ δαιμόνια 2Apoc.2.
2 declarar, reconocer, confesar una falta o delito τινὰς ἁμαρτίας αὑτοῦ καὶ πλημμελείας Plu.2.168d, en uso abs. IKnidos 150A.4 (I d.C.)
frec. esp. en lit. jud.-crist. confesar τὴν ἁμαρτίαν LXX Le.5.5, Gr.Naz.M.36.397A, cf. Ph.1.698, Origenes M.17.249B, τὰς οἰκείας ... θεομαχίας Eus.VC 1.59.1, τὴν αἰτίαν ... δι' ἣν ἥμαρτε Ath.Al.M.27.376B, cf. Meth.Lepr.6.9, Basil.M.31.945B
abs. hacer una confesión, confesar LXX 2Es.10.1, IKnidos 150A.4 (I d.C.).

Greek Monolingual

και ξαγορεύω (AM ἐξαγορεύω) αγορεύω
1. αποκαλύπτω μυστικό, εκμυστηρεύομαι υπό εχεμύθεια
2. (για πνευματικό) εξομολογώ
3. λέω φανερά, αποκαλύπτω με σαφήνεια
4. αποκαλύπτω κάτι μελλοντικό
5. μέσ. εξαγορεύομαι
εξομολογούμαι τις αμαρτίες μου
μσν.
υπαγορεύω τη διαθήκη μου.