ἐπιτροχάδην

From LSJ
Revision as of 06:33, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (14)

οἴκοι μένειν δεῖ τὸν καλῶς εὐδαίμονα → the person who is well satisfied should stay at home

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπιτροχάδην Medium diacritics: ἐπιτροχάδην Low diacritics: επιτροχάδην Capitals: ΕΠΙΤΡΟΧΑΔΗΝ
Transliteration A: epitrochádēn Transliteration B: epitrochadēn Transliteration C: epitrochadin Beta Code: e)pitroxa/dhn

English (LSJ)

[ᾰ], Adv.

   A trippingly, fluently, glibly: in Hom. only in phrase ἐ. ἀγορεύειν Il.3.213, Od.18.26.    II cursorily, D.H. Amm.2.2, Man.1.11.

German (Pape)

[Seite 997] darüber hinlaufend, ἀγορεύειν, eilig u. obenhin, kurz, Il. 3, 213 Od. 18, 26; D. Hal. verbindet ἐπιτροχάδην καὶ κεφαλαιωδῶς ἐπιτιθέναι τι C. V. p. 103; a. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπιτροχάδην: ᾰ, Ἐπίρρ., ἦ τοι μὲν Μενέλαος ἐπιτροχάδην ἀγόρευε, συντόμως, «παρατρέχων τὰ πολλὰ καὶ τὰ καίρια μόνον λέγων» (Σχόλ.), Ἰλ. Γ. 213· ὢ πόποι, ὡς ὁ μολοβρὸς ἐπιτροχάδην ἀγορεύει, «ἐσπευσμένως» (Σχόλ.), «κατ’ ἐπιδρομὴν» (Εὐστ.), Ὀδ. Σ. 26.

French (Bailly abrégé)

adv.
en courant ; rapidement, brièvement.
Étymologie: ἐπίτροχος, -δην.

English (Autenrieth)

glibly, fluently, Il. 3.213, Od. 18.26.

Greek Monolingual

(AM ἐπιτροχάδην) τροχάδην
επίρρ. βιαστικά, χωρίς πολλή προσοχή, σύντομα, με σπουδή, στα πεταχτά (α. «επιτροχάδην ερμηνεία» — ερμηνεία βιαστική, χωρίς να προηγηθεί λεπτομερής γλωσσική επεξεργασία
β. «διάβασα το έγγραφο επιτροχάδην» γ. «ἐπιτροχάδην ἀγόρευεν», Ομ. Ιλ.).