θαρσύνω

From LSJ
Revision as of 06:35, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (16)

λόγῳ ἀναλίσκω τὸν χρόνον τῆς ἡμέρας → waste the day in idle talk, consume the duration of the day with talk

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θαρσύνω Medium diacritics: θαρσύνω Low diacritics: θαρσύνω Capitals: ΘΑΡΣΥΝΩ
Transliteration A: tharsýnō Transliteration B: tharsynō Transliteration C: tharsyno Beta Code: qarsu/nw

English (LSJ)

[ῡ], Att. θαρρύνω, causal of θαρσέω,

   A encourage, embolden, θάρσυνον (aor. imper.) δέ οἱ ἦτορ Il.16.242; θαρσύνεσκε παριστάμενος ἐπέεσσιν 4.233; θ. μύθῳ 10.190; θ. λόγοις, opp. φοβεῖν, A.Pers.216 (troch.); ἔργῳ καὶ λόγῳ X.Cyr.6.3.27, cf.Hdt.2.141, Th.2.59, etc.    II intr.,= θαρσέω, ἀλλ', ὦ φίλη, θάρσυνε S.El.916.—Cf. θρασύνω.

German (Pape)

[Seite 1187] ion. u. altatt., seit Plat. θαῤῥύνω, erm uthigen, dreist machen, μύθῳ Il. 10, 190, τοὺς μάλα θαρσύνεσκε παριστάμενος ἐπέεσσιν 4, 233, öfter; οὔ σε βουλόμεσθα, μῆτερ, οὔτ' ἄγαν φοβεῖν λόγοις, οὔτε θαρσύνειν Aesch. Pers. 212; λόγοισι θαρσύνοντες Eur. Phoen. 1255; Her. 2, 141; θαῤῥύνειν τοὺς ἑπομένους καὶ λόγῳ καὶ ἔργῳ Xen. Cyr. 6, 3, 27; Sp., wie Plut. Aemil. Paul. 16. – Intrans., = θαῤῥέω, bei Soph., ἀλλ' ὦ φίλη θάρσυνε El. 904.

Greek (Liddell-Scott)

θαρσύνω: ῡ, παρὰ νεωτ. Ἀττ. θαρρύνω, μεταβατ. τοῦ θαρσέω, ποιῶ τινα θαρρεῖν, ἐμποιῶ θάρρος, θάρσυνον (προστ. ἀορ.) δέ οι ἦτορ Ἰλ. Π. 242· θαρσύνεσκε (Ἰων. παρατ.) παριστάμενος ἐπέεσσιν Δ. 233· θάρσυνέ τε μύθῳ Κ. 190· θαρσύνας ἐπέεσσι Ὀδ. Ν. 323· θαρσ. λόγοις, ἐναντίον τοῦ φοβεῖν, Αἰσχύλ. Πέρσ. 215· ἔργῳ καὶ λόγῳ Ξεν. Κύρ. 6. 3, 27· ὡσαύτως παρ’ Ἡροδ. 2. 141, Θουκ. 2. 59, κτλ. ΙΙ. ἀμετάβ. ὡς τὸ βραδύνειν καὶ ταχύνειν = θαρσέω, ἀλλ’, ὦ φίλη, θάρσυνε Σοφ. Ἠλ. 916. - Περὶ τῆς διαφορᾶς μεταξὺ τοῦ θαρσύνω καὶ θρασύνω ἴδε ἐν λ. θράσος.

French (Bailly abrégé)

ion. et anc. att. c. θαρρύνω.

English (Autenrieth)

ipf. iter. θαρσύνεσκε, aor. θάρσῦνα: encourage.

Greek Monolingual

θαρσύνω, νεώτ. αττ. τ. θαρρύνω (Α)
1. εμπνέω θάρρος («θάρσυνον δὲ οἱ ἦτορ», Ομ. Ιλ.)
2. έχω θάρρος («ἀλλ', ὦ φίλη, θάρσυνε», Σοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. θαρσύνω προϋποθέτει την ύπαρξη αμάρτ. τ. θαρσύς, παράλληλα προς το μαρτυρ. θρασύς. (Ο τ. θαρσύς που μαρτυρείται είναι μτγν.)].