καίτοι
German (Pape)
[Seite 1297] und doch, doch auch, vgl. τοί; auch wird es durch ein od. mehrere dazwischen tretende Wörter getrennt; Hom. u. Folgde. Häufig steht es, wie quamquam, absol., wiewohl, obgleich, sich auf das Vorhergehende beziehend, bes. einen Einwand ausdrückend, den der Sprechende sich selbst macht, und doch, καίτοι τί φημι; Aesch. Prom. 101; Eur. Cycl. 478; Xen. An. 1, 4, 8 Thuc. 2, 64 u. sonst in Prosa.
French (Bailly abrégé)
adv.
1 et certes, et en vérité;
2 quoi qu’il en soit, cependant, toutefois : καίτοι τί φημι ; ESCHL, καίτοι τί φωνῶ ; SOPH mais quoi ! que dis-je ? καίτοι καὶ τοῦτο DÉM mais quoi ! cela même, etc.
3 quoique, devant un part.
Étymologie: καί, τοι.
English (Slater)
English (Strong)
from καί and τοί; and yet, i.e. nevertheless: although.
English (Thayer)
(from καί and τοι), conjunction, with a participle (but in classical Greek with a finite verb also (as in Acts below); Krüger, § 56,13, 2; cf. references under the word καίπερ), and yet, although: L T Tr Wit (but Tr καί τοι)).
Greek Monolingual
(AM καίτοι ή καί τοι)
(εναντ. σύνδ.) αν και, μολονότι («καίτοι του τηλεφώνησα δεν ήλθε»)
αρχ.
1. και όμως, παρ'όλα αυτά («καίτοι τί φημι;», Αισχύλ.)
2. και βέβαια, και αληθινά («καὶ σύ τοι παίδων πατὴρ πέφυκας», Ευρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < και (Ι) + βεβαιωτικό μόριο -τοι].