ἱπποκορυστής

From LSJ
Revision as of 06:38, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (18)

Ὁ δὲ μὴ δυνάμενος κοινωνεῖν ἢ μηδὲν δεόμενος δι' αὐτάρκειαν οὐθὲν μέρος πόλεως, ὥστε θηρίον θεός → Whoever is incapable of associating, or has no need to because of self-sufficiency, is no part of a state; so he is either a beast or a god

Aristotle, Politics, 1253a25
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἱπποκορυστής Medium diacritics: ἱπποκορυστής Low diacritics: ιπποκορυστής Capitals: ΙΠΠΟΚΟΡΥΣΤΗΣ
Transliteration A: hippokorystḗs Transliteration B: hippokorystēs Transliteration C: ippokorystis Beta Code: i(ppokorusth/s

English (LSJ)

οῦ, ὁ,

   A marshaller, arranger of chariots, ἀνέρες ἱπποκορυσταί Il.2.1, 24.677; epith. of the Paeonians, 16.287, 21.205.

German (Pape)

[Seite 1260] ὁ, mit Kampfrossen gerüstet (vgl. χαλκοκορυστής); ἀνέρες, reisige Krieger, Il. 2, 1. 24, 677; so heißen bes. die Päonier, 16, 287. 21, 205; auch Apollo, Ep. (IX, 525, 10). Im Hesych. auch ἱπποκόρυστος geschrieben.

Greek (Liddell-Scott)

ἱπποκορυστής: -οῦ, ἐπίθετον τῶν ἀφ’ ἵππων, δηλ. ἀπὸ τοῦ ἅρματος μαχομένων ἡρώων, ἀνέρες ἱπποκορυσταί, «οἱ ἵππους κορύσσοντες˙ τοῦτ’ ἔστι, πολεμικοί, ἢ ἀφ’ ἵππων μαχόμενοι» (Σχόλ.), Ἰλ. Β. 1, Ω. 677˙ ἐπίθ. τῶν Παιόνων, Π. 287, Φ. 205˙ - ἄλλοι παράγουσιν αὐτὸ ἐκ τοῦ κόρυς, «ἔνιοι δὲ μεγάλας κόρυθας ἔχοντες˙ οἱ δὲ τοὺς ἐξ ἱππείων τριχῶν» Ἀπολλ. Λεξ. Ὁμηρ., ἀλλ’ ὅρα χαλκοκορυστής.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
guerrier couvert d’un casque qui combat à cheval ou du haut d’un char.
Étymologie: ἵππος, κορύσσω.

English (Autenrieth)

(κορύσσω): chariotequipped, chariot-fighter, epith. of the Maeonians and Paeonians, and of individual heroes, Il. 2.1, Il. 24.677.

Greek Monolingual

ἱπποκορυστής, ὁ (Α)
1. αυτός που φοράει περικεφαλαία με χαίτη αλόγου
2. πολεμιστής που μάχεται έφιππος ή πάνω σε άρμα («ἀνέρες ἱπποκορυσταί», Ομ. Ιλ.)
3. επίθ. τών Παιόνων («Παίονας ἱπποκορυστάς», Ομ. Ιλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἱππ(ο)- + -κορυσ-της (< κόρυς «περικεφαλαία»), πρβλ. χαλκο-κορυσ-της. Η κατάλ. -της που απαντά συνήθως σε μεταρρηματικά παρ. χρησιμοποιήθηκε στα εν λόγω συνθ. πιθ. για μετρικούς λόγους].